Άρθρο μου στο fractal (23.11.2022), με ορισμένες σκέψεις γύρω από την ταινία “Μας ψεκάζουν” [“Kdyby Radši Hořelo”] (2022), του Τσέχου σκηνοθέτη Adam Koloman Rybanský, η οποία προβλήθηκε κατά το 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2022).

Ο Στάντα είναι ένας ευτραφής μεσήλικας, ο οποίος αν και δεν χαρακτηρίζεται από την ευφυία ή τις σωματικές του δεξιότητες, εμφορείται ωστόσο από αγνά συναισθήματα για τους ανθρώπους. Ζει με την έγκυο γυναίκα του Γιάνα, την οποία υπεραγαπά, σε ένα αγροτικό σπίτι, σε κάποιο απομονωμένο χωριό τής Τσεχίας. Δουλεύει στο τοπικό πυροσβεστικό Σώμα τού χωριού και είναι φίλος τού διοικητή τού Σώματος, Μπρόνια. Ο τελευταίος πρόσφατα έχει χάσει τη γυναίκα του και βρίσκεται σε φάση κατάθλιψης. Επανειλημμένα επιχειρεί να αυτοκτονήσει, όμως με τις καίριες επεμβάσεις τού Στάντα, δεν το καταφέρνει. Ώσπου, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής που έχει διοργανώσει ο δήμαρχος, στο πλαίσιο των πασχαλινών εορτών, ένα φορτηγάκι εισχωρεί με μεγάλη ταχύτητα στην κεντρική πλατεία τού χωριού όπου είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι κάτοικοι και τραυματίζει σοβαρά τον μετανάστη και φίλο τού Στάντα, Γκέιζα. Ο Μπρόνια εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και ηγείται μιας μεγάλης μερίδας τού πληθυσμού τού χωριού, διασπείροντας τον φόβο και το μίσος για τον άγνωστο εχθρό που ελλοχεύει.
Η δαιμονοποίηση του Άλλου βασίζεται συστηματικά σε ψευδείς υποθέσεις. Η δαιμονοποίηση ειδικά του Άραβα Μουσουλμάνου από τον σύγχρονο Δυτικό κόσμο έχει βασιστεί ακριβώς μόνο σε τέτοιου είδους αναληθείς εικασίες, εσφαλμένα συμπεράσματα και στερεοτυπικές εικόνες. Κάθε τέτοια διαδικασία επιτελεί συστηματικά έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο: προέρχεται από και επιχειρεί να απαλείψει τον εγγενή φόβο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την έννοια της ταυτότητας. Εξ ορισμού, η ‘ταυτότητα’ ορίζεται πάντοτε συναρτήσει ενός Άλλου. Προκειμένου να εδραιωθεί η ταυτότητα, πρέπει οπωσδήποτε να εξουδετερωθεί κάθε ‘ετερότητα’. Η ταύτισή μου με το Εγώ προϋποθέτει την επιβεβαίωσή μου ως μία οντότητα μοναδική, η οποία υπερέχει κι επιβάλλεται εκ των πραγμάτων πάνω σε όλες τις άλλες̇ η ταύτισή μου με το χωριό μου προϋποθέτει τον αποκλεισμό κάθε άλλου χωριού και κοινότητας̇ η ταύτισή μου με την Τσέχικη εθνική κοινότητα αποκλείει συνήθως την ταυτοποίησή μου και ως μέλος τής Σλοβακικής ή άλλης εθνικής κοινότητας̇ η ταύτισή μου με την Καθολική ή την Ορθόδοξη εκκλησία, αυτομάτως αφαιρεί από τον ορίζοντά μου κάθε άλλη θρησκευτική κοινότητα̇ δεν θα μπορούσα ποτέ να ενδιαιτώμαι σε δύο Εγώ ταυτόχρονα̇ κάτι τέτοιο θα παρέπεμπε περισσότερο σε μια ψυχοπαθολογική κατάσταση, παρότι τελικά το κάθε Εγώ μας δεν αποτελεί ποτέ μία απολύτως ενιαία οντότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από συνέχεια, σαφήνεια και βεβαιότητα, αλλά μάλλον μια θρυμματισμένη οντότητα, κατακερματισμένη σε πολλές αντιφατικές μεταξύ τους υπο-οντότητες, σε διαρκή πόλεμο η μία με την άλλη, με κύριες ιδιότητές τους την ασυνέχεια, την ασάφεια και την απροσδιοριστία.
Ούτε είναι βεβαίως ιδιαίτερα συνηθισμένο, το να ανήκει κανείς σε πολλές ταυτόχρονα εθνικές ή θρησκευτικές κοινότητες̇ το αντίθετο μάλιστα. Είναι παντού γύρω μας ορατό, ότι η κάθε εθνική, θρησκευτική ή άλλη κοινότητα ορίζεται κι αυτοπροσδιορίζεται μέσω ακριβώς της διαφοροποίησης και της βίαιης σύγκρουσής της με όλες τις υπόλοιπες: “… βαθιά μέσα στον καθένα μας υπάρχει μόνο μία ταύτιση με μία ομάδα, η οποία είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία, ένα είδος ‘θεμελιώδους αλήθειας’ που φέρει μέσα του ο κάθε άνθρωπος, μια ‘ουσία’ η οποία έχει προαποφασισθεί μια για πάντα με τη γέννησή του και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ εφεξής,” γράφει ο Αμίν Μααλούφ.1 Κι αυτό ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο γεννάται η βία. Ο Μααλούφ είναι απολύτως βέβαιος – και ορθά, – ότι στην αναγωγή τού ατόμου σε μια τέτοια μονιστική, μονοδιάστατη ταυτότητα εντοπίζεται η απαρχή τής βίας και των σφαγών: “… εξαιτίας μιας στενής, περιχαρακωμένης, μισαλλόδοξης, αφελούς στάσης, η οποία υποβιβάζει την ταυτότητα με όλες της τις εκφάνσεις σε μία και μόνο ταύτιση, η οποία μάλιστα εκφράζεται μέσω του θυμού. Μου ‘ρχεται να το φωνάξω δυνατά, ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο γεννιούνται οι δολοφόνοι – πρόκειται για μία συνταγή για σφαγές!”2 Σημειώνουμε πάντως την ένστασή μας, για το κατά πόσο και μια πιο ‘πλουραλιστική’ ταυτότητα, η οποία ενδεχομένως δεν θα περιχαρακωνόταν γύρω από μία και μοναδική ‘ταύτιση,’ θα απέκλειε όντως τη βία και τη σφαγή, – όπως φαίνεται να πιστεύει ο Μααλούφ, – αφού ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να νοηθεί ταυτότητα έξω από την έννοια της ταύτισης κι εφόσον η ίδια η ταύτιση φαίνεται να συνδέεται εξ ορισμού με τη διαφοροποίηση και την αποστασιοποίηση από κάθε άλλη ταυτότητα. Μια ‘πολυφωνική’ ταυτότητα δεν σημαίνει επ’ ουδενί ειρήνη και πνευματική υγεία, τουναντίον φαίνεται να συνδέεται εξίσου με την περιχαράκωση, τη σύγκρουση, τη μισαλλοδοξία κι επομένως τη βία (ας σκεφτούμε εδώ, πόσο ειρηνικός θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι φορέας πολλών μαζί ταυτοτήτων, ο οποίος επί παραδείγματι, ταυτίζεται εσωτερικά ταυτοχρόνως με την ψευδο-εθνική κοινότητα του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους, με τη θρησκευτική κοινότητα του ακραίου μουσουλμανισμού που αυτό πρεσβεύει και με την ευρύτερη πολιτισμική κοινότητα του Αραβικού κόσμου, στη οποία ούτως ή άλλως ανήκει): “Είναι δύσκολο να βρει κανείς μία έννοια τής κουλτούρας, η οποία να είναι ελεύθερη από κάθε εσενσιαλισμό, από μία θεώρηση δηλαδή της κουλτούρας ως μια πρωταρχική, κατά βάση αμετατόπιστη εθνική ουσία. Όσες πολυ-, δια- ή υπερ- πολιτισμικότητες κι αν επιχειρήθηκαν, δεν κατάφεραν να μας μετατοπίσουν και πολύ μακριά από τον ίδιο αυτόν εσενσιαλισμό,” μας διαβεβαιώνει ο σημαντικός Σέρβος διανοητής Ιβάν Τσόλοβιτς.3

Ο καταθλιπτικός Μπρόνια βρίσκει μία θαυμάσια εκτόνωση στον πόνο του και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον ξεπεράσει, οραματιζόμενος τη δική του τοπική, πολιτισμική, εθνική και θρησκευτική πολύ-ταυτότητα: το παράδοξο συμβάν με το φορτηγάκι, το οποίο όρμησε με μεγάλη ταχύτητα στο συγκεντρωμένο πλήθος που γιόρταζε μια από τις πιο σημαντικές θρησκευτικές γιορτές τής κοινότητας, δεν μπορεί να υπήρξε απλή σύμπτωση: είναι προφανές, ότι πίσω του κρύβονται και πάλι εκείνοι οι καταραμένοι οι Άραβες. “Είδες όντως τον οδηγό; Γιατί είπες στην τηλεόραση ότι ήταν μελαμψός;” τον ρωτάει κάποια στιγμή η πιο φιλελεύθερων απόψεων κι ανοιχτόμυαλη Γιάνα. “Κι εσύ; Τον είδες; Άρα γιατί λες ότι είναι ψέμα;” της απαντάει κοφτά ο Μπρόνια και φεύγει ενοχλημένος. Αφ ης στιγμής έχει βρεθεί η αφορμή – πάντα εξίσου παράλογη κι ανυπόστατη – το ίδιο πάντα αφήγημα δεν αργεί να κατασκευαστεί, για να απελευθερωθούν αυτομάτως κι οι ίδιες, αιώνιες καταστροφικές δυνάμεις: ο φόβος και το μίσος για τον Άλλο, η μισαλλοδοξία, ο εθνικισμός, η παραδοσιαρχία, ο τοπικισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός. Και υπάρχουν πάντα οι αιώνιοι πρόθυμοι, που χωρίς δεύτερη σκέψη, θα αφεθούν να γοητευθούν από την πομπώδη, καίτοι κενή πραγματικού περιεχομένου, ρητορική τού μίσους τού προικισμένου και ταλαντούχου αυτόκλητου ‘ηγέτη’ – εν προκειμένω του Μπρόνια – και θα σπεύσουν να υπερασπισθούν με όλο τους το είναι τα ‘άγια των αγίων’ που συνθέτουν τα πολλά πρόσωπα της δικής τους πολύ-ταυτότητας: “Ορκιζόμαστε… να υπηρετήσουμε τη χώρα μας, την Τσεχία. Δεν θα διστάσουμε να δώσουμε τη ζωή μας για την προστασία και την ελευθερία της. Ορκιζόμαστε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον με αδελφική αγάπη. Και να μην εγκαταλείψουμε ποτέ ο ένας τον άλλον σε κίνδυνο. Να υπερασπιζόμαστε ο ένας τον άλλον μέχρι τέλους, με ανδρική τιμή… και με γνώση των καθηκόντων μας ως πολιτών και πυροσβεστών. Αυτό υποσχόμαστε” παραληρεί ο Μπρόνια, καθώς προσπαθεί να πείσει τους υπόλοιπους πυροσβέστες να προσχωρήσουν στο πρώτο εθνικιστικό-ξενοφοβικό τάγμα τού χωριού. Η ίδια ψευδο-αγαπητική σχέση την οποία ενδύεται ο κάθε εθνικισμός από αμνημονεύτων χρόνων. Διότι το έθνος τελικά είναι μια έννοια που εδράζεται σε μια αίσθηση οικογενειακών δεσμών μεταξύ μιας ομάδας ανθρώπων. Αρκεί μόνο οι άνθρωποι αυτοί να είναι έτοιμοι να αποδεχθούν ότι συνδέονται μεταξύ τους με τους ψευδεπίγραφους αυτούς οικογενειακούς δεσμούς. Έξω από την κοινή αυτή συναίνεση, το έθνος δεν υπάρχει: “Η καθολικότητα σχεδόν του φαινομένου σύμφωνα με το οποίο συγκεκριμένες εικόνες και φράσεις κάνουν την εμφάνισή τους – αίμα, οικογένεια, αδελφοί, αδελφές, μητέρα, παππούδες, πρόγονοι, σπίτι – κι η αποδεδειγμένη επιτυχία με την οποία αυτού του είδους οι επικλήσεις καταφέρνουν να αποσπάσουν τη μαζική, λαϊκή ανταπόκριση, μας λένε αρκετά πράγματα για τη φύση τής εθνικής ταυτότητας,” έχει γράψει ο Γουόκερ Κόννορ.4

Και ο παραληρηματικός λόγος τού Μπρόνια πείθει φυσικά πυροσβέστες και χωριανούς σε μαζική κλίμακα και με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σύντομα τα μέλη τής ‘πολιτοφυλακής’ που ιδρύει θα οπλιστούν με τσεκούρια, αγροτικά εργαλεία, ακόμη και με τουφέκια. Και φυσικά, δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν κι οι κλασικοί πλέον σε παρόμοιες περιπτώσεις σκίνχεντ, πρόθυμοι μαχητές κάθε ακραίου εθνικιστικού και ξενοφοβικού παραληρηματικού αφηγήματος. Και τότε όλοι αυτοί μαζί θα αρχίσουν να εισβάλλουν παράνομα στα σπίτια των κατοίκων, με το κλασικό άλλοθι, πως ό,τι κάνουν το κάνουν για την ασφάλεια και το καλό των ίδιων των ανθρώπων, αποτρέποντας την τρομοκρατική δράση των μουσουλμανικών στοιχείων που καραδοκούν. “Και τότε οι πολίτες θα δικαιολογήσουν τον συμβιβασμό τους με την προφανή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταστρατήγηση των θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών, τη δημιουργία ενός αυταρχικού κράτους κλπ…” έχει γράψει η σημαντική Κροάτισσα διανοούμενη Ντούμπραβκα Ούγκρεσιτς.5 Είναι φυσιολογικό, το ότι ο χαρισματικός στα λόγια και στα χέρια Μπρόνια δεν άργησε και πολύ να αναδειχθεί ως ο ηγέτης των φοβισμένων κι αγανακτισμένων πολιτών, οι οποίοι νιώθουν θύματα της απρόκλητης επίθεσης κάποιου αόρατου εχθρού: “Μέσα από κάθε πληγωμένη κοινότητα, πολύ φυσιολογικά, αναδεικνύονται οι αγκιτάτορες. Είτε πρόκειται για θερμοκέφαλους, είτε για προβοκάτορες, ο αδιάλλακτες λόγος τους λειτουργεί σαν βάλσαμο για τα τραύματα των ανθρώπων που αποτελούν το κοινό τους.”6 Ο δε λόγος τους κυριαρχείται μονίμως από τα ίδια στερεότυπα, τους ίδιους φτηνούς και βαρύγδουπους συμβολισμούς, που στοχεύουν στην εύκολη συναισθηματική διέγερση και δέσμευση του κοινού τους. Όταν η αστυνομία παίρνει τα πρώτα μέτρα ασφαλείας, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει τις έρευνες για τον εντοπισμό τού δράστη, ζητάει από τους παράγοντες και τους κατοίκους τού χωριού να απόσχουν όσο γίνεται από τα κάλαντα και τα υπόλοιπα εορταστικά έθιμα. Ο Μπρόνια και πάλι θα πάρει τον λόγο οργισμένος. Εξανίσταται, ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της θρησκείας και των παραδόσεων τού χωριού και των ανθρώπων. Πολλοί άλλοι χωρικοί συντάσσονται μαζί του με πάθος.
Και το ‘ψέκασμα’ στο χωριό φουντώνει όλο και περισσότερο. Βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στο υπόστρωμα φόβου, μισαλλοδοξίας και αμάθειας που έχει επικρατήσει. Ένας ιδιόρρυθμος συνάδελφος του Στάντα τού δείχνει συνεχώς με νόημα κάποια περίεργα αεροσκάφη που ‘χτενίζουν’ τους αιθέρες τού χωριού όλο αυτό το διάστημα. Του επισημαίνει, ότι τα αεροσκάφη αυτά στην πραγματικότητα τους ψεκάζουν με αγνώστου υφής χημικές ουσίες, που σκοπό έχουν να προκαλέσουν στους ανθρώπους ανίατες ασθένειες κι ότι πίσω από όλο αυτό κρύβεται η κυβέρνηση και κάποιες εταιρίες, χωρίς να διευκρινίσει ποιες ακριβώς είναι αυτές ή για ποιον λόγο μπορεί να επιδίδονται στο ανηλεές αυτό ψέκασμα του κόσμου. Του προτείνει να χρησιμοποιεί ξύδι. Του εξηγεί με απόλυτα επιστημονική γλώσσα, ότι το ξύδι έχει κάποιες χημικές ιδιότητες που… διασπούν και διαλύουν τελικά τα νέφη των χημικών ουσιών τού ψεκάσματος. Ο Στάντα πείθεται χωρίς μεγάλη δυσκολία. Εύκολα βρίσκει άφθονη τεκμηρίωση υπέρ των ‘επιστημονικών’ θεωριών τού συναδέλφου του στο ίντερνετ, τα βράδια. Εφεξής θα αυτό-ψεκάζεται διαρκώς με άφθονες ποσότητες ξυδιού. Ψεκάζει αδιακρίτως ρούχα, σεντόνια και υφάσματα στο σπίτι, θα ψεκάσει μέχρι και τη φουσκωμένη κοιλιά τής Γιάνα ενώ αυτή κοιμάται, για γούρι. Έτσι, φόβος, ταύτιση, μίσος, προκατάληψη, δεισιδαιμονία και… ψέκασμα αποδεικνύεται ότι πάνε μαζί: “Αυτή η βασισμένη στην άγνοια γνώση ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτή η εκ του πονηρού χρησιμοποίηση της ειδικής μορφής άγνοιας που είναι απαραίτητη για την εμφάνιση των θαυμάτων, αποτελεί κομμάτι της αρχαιότατης εκείνης τέχνης, η οποία επιστρατεύει ιερά αντικείμενα, μυστηριώδη σημάδια και φόρμουλες, προφητείες, ιερά κειμήλια και άλλα μυστήρια. Η δύναμη της θρησκείας, των παπάδων και των γιατρών-μάγων βασίζεται σ’ αυτήν την αρχαία γνώση,” μας λέει και πάλι ο Τσόλοβιτς̇7 και το όλο φαινόμενο θα ήταν ίσως ανάξιο λόγου, αν δεν οδηγούσε και σε κάποια άλλα πολύ σοβαρότερα φαινόμενα: στον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τον πόλεμο και τη γενίκευση της βίας, όπως τα παρατηρούμε και σήμερα, στη νέα κορύφωσή τους, παντού στην Ευρώπη, ειδικά την Ανατολική.

Από πολύ νωρίς στην ταινία μάς γίνεται σαφές, ότι τα πραγματικά γεγονότα δεν ανταποκρίνονται διόλου στην ερμηνεία που τους έχει δώσει ο Μπρόνια. Προς το τέλος τής ταινίας δε, μαθαίνουμε από τον ίδιο τον Μπρόνια, ότι όλο αυτό το εθνικιστικό-ξενοφοβικό του μύθευμα, τελικά μάλλον υπακούει στην αβάσταχτη μοναξιά και στο ψυχολογικό αδιέξοδο στο οποίο περιέπεσε ο ίδιος αφότου έχασε τη γυναίκα του. Η αλήθεια έχει επικρατήσει στο χωριό κι ο Μπρόνια νιώθει πια σαν έκπτωτος ηγέτης ή σαν παπάς που έχει χάσει το ποίμνιό του. Επανέρχονται οι γνωστές αυτοκτονικές του τάσεις. Η ζωή φαίνεται και πάλι να έχει χάσει το νόημά της. Διόλου περίεργο, αφού κατ’ αρχάς κάθε εθνικιστικό αφήγημα αποτελεί στην ουσία έναν μύθο, ο οποίος απλώς εξυπηρετεί συγκεκριμένες ψυχολογικές ανάγκες αυτών που το υιοθετούν και το διαδίδουν: “Η ιδέα τής ‘εθνικής ταυτότητας’ είναι μια σαρωτικού χαρακτήρα εννοιακή χίμαιρα, η οποία πολύ συχνά χρησιμοποιείται ως μία περιγραφή μιας υποτιθέμενης κοινωνικής πραγματικότητας ή ως μία σύντομη εξήγηση συγκεκριμένων μορφών συλλογικής συμπεριφοράς,” έχει γράψει ο Σίνισα Μαλέσεβιτς̇8 Ο Μπρόνια – κι ο κάθε Μπρόνια – είχε ανάγκη να πιστέψει σε έναν ιερό στόχο, σε μια σταυροφορία, σε μια μεγάλη ιδέα, για την οποία θα άξιζε κανείς να ζει. Κι η ιδέα αυτή ήταν η υπεράσπιση της πατρίδας και των ιερών χωμάτων της, των αρχαίων παραδόσεων, της θρησκείας. Χρειαζόταν επειγόντως την επανεφεύρεση του Εγώ του σε συνάρτηση με το Εμείς τής πατρίδας, της θρησκείας και του έθνους και σε αντιδιαστολή με τον αφανή, αλλά πάντα επικίνδυνο Άλλο. Τώρα πια, που εξέλιπε αυτός ο Άλλος, η ζωή του μοιάζει και πάλι κενή νοήματος και περιεχομένου: “Μέχρι την Παρασκευή έβλεπα μόνο μία λύση. Να πάω να βρω τη Μαρούνα όσο το δυνατόν συντομότερα. Να φύγω μια και καλή. Αλλά μετά το ατύχημα… ένιωσα ότι θα ήταν εγωιστικό εκ μέρους μου. Είμαι εδώ για τον κόσμο. Και τώρα γαμήθηκαν όλα. Ο κόσμος δεν πιστεύει τίποτα πια,” εκμυστηρεύεται στον Στάντα. Πράγματι, όλα υπήρξαν ένας μύθος και τίποτε άλλο, στην υπηρεσία τού εγωισμού και της αναζήτησης νοήματος από τον ψυχολογικά καταρρακωμένο Μπρόνια. Διότι, σε τελική ανάλυση: “Η ιδέα τού έθνους είναι [λοιπόν] συνδεδεμένη με την ιδέα τού ίδιου μου του εαυτού,” όπως μας έχει προειδοποιήσει ο Ότο Μπάουερ.9
Μετά από έναν τελευταίο καταιγισμό αστείων καταστάσεων, που όλες τους περιστρέφονται γύρω από τον μύθο που διέσπειρε ο Μπρόνια στο χωριό, η τάξη θα επικρατήσει σιγά σιγά. Οι φτωχοί κι αμαθείς χωρικοί θα επιστρέψουν στην παλιά τους ανιαρή καθημερινή ρουτίνα, την οποία θα προσπαθήσουν και πάλι να καλύψουν καταναλώνοντας τις άφθονες ποσότητες μπύρας και καπνού που πάντοτε κατανάλωναν. Η πλήρης επιστροφή στην ομαλότητα όμως θα απαιτήσει και κάτι ακόμη: τη μερική έστω αφύπνιση και του ίδιου του Μπρόνια και την αυτοτιμωρία του στο όνομα της φιλίας του με τον αφελή Στάντα, αυτήν που τόσο πρόδωσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η φιλία λοιπόν, μας λέει ο Rybanský, θα μπορούσε να είναι ένα από τα αντίδοτα κατά του εθνικού και ξενοφοβικού μίσους. Καλούμαστε να εντοπίσουμε και άλλα ακόμη. Στην ανάγκη, να τα εφεύρουμε ίσως.

Σημειώσεις:
1. Amin Maalouf, In the Name of Identity. Violence and the Need to Belong (Penguin Books, 2003), p. 2.
2. Maalouf, In the Name of Identity, p. 5.
3. Ivan Čolović, The Balkans: The Terror of Culture. Essays in Political Anthropology (Baden-Baden: Nomos, 2011), p. 174.
4. Walker Connor, Ethnonationalism. The Quest for Understanding (Princeton, New Jersey: Princeton University Press, 1994), p. 205.
5. Dubravka Ugrešić, The Culture of Lies (London: Phoenix, 1999), p. 77.
6. Maalouf, In the Name of Identity, pp. 26-27.
7. Čolović, The Terror of Culture, p. 33.
8. Siniša Malešević, ‘The chimera of national identity’, Nations and nationalism, 17:2, 2011, pp. 272-290.
9. Otto Bauer, “The Nation”, in Otto Bauer, The Question of Nationalities and Social Democracy, ed. Ephraim J. Nimni (Minneapolis & London: University of Minnesota Press, 2000), p. 123. Η έμφαση δική μας.