Φερνάντο Βαγιέχο – «Ο Γκρεμός» – Συνέντευξη: «Το ανθρώπινο ον είναι το ίδιο σκουπίδι παντού»

Συνέντευξη που μου παραχώρησε ο πιο γνωστός εν ζωή Κολομβιανός συγγραφέας Φερνάντο Βαγιέχο (Fernando Vallejo), με την αφορμή τής έκδοσης στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Νησίδες, του μυθιστορήματός του Ο Γκρεμός [El Desbarrancadero] (2001), σε δική μου μετάφραση. Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών, στο φύλλο 14-15.9.2024. Παρατίθεται εδώ το εισαγωγικό κείμενο στην πλήρη, αρχική του μορφή (στην ΕφΣυν δημοσιεύθηκε μόνο ένα μέρος του).

https://www.efsyn.gr/nisides/446400_anthropino-einai-idio-skoypidi-pantoy

Fernando Vallejo Rendón (1942- )

Αντικομφορμιστής, αιρετικός, αναρχικός, εξωμότης, καθ’ έξιν υβριστής, προβοκάτορας, ελευθέριος, ομοφυλόφιλος, άθεος, οργίλος, ζωόφιλος, αρνητής κάθε ιδεολογίας, ο Κολομβιανός πεζογράφος αποδεικνύει όλα όσα τον χαρακτηρίζουν μιλώντας στον Ελληνα μεταφραστή του Λευτέρη Μακεδόνα με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του μυθιστορήματός του «Ο γκρεμός» (εκδ. Νησίδες).

Για τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία της βίας

Ο Φερνάντο Βαγιέχο δεν είναι ένας Λατινοαμερικανός συγγραφέας γενικά: είναι ένας Κολομβιανός συγγραφέας. Για όποιον βιαστεί να κάνει τις γνωστές αυτόματες αναγωγές στο πιο εμπορικό λογοτεχνικό όνομα τής Κολομβίας, ο Βαγιέχο είναι ακριβώς το αντώνυμο του ονόματος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ο Μάρκες εκπροσώπησε μια Λατινική Αμερική που κατά πάσα πιθανότητα έχει χαθεί για πάντα: τη Λατινική Αμερική τής ελπίδας, των πολιτικών οραμάτων, της αρμονικής ενότητας μεταξύ των γηγενών παραδόσεων, της εξωτικής γεωγραφίας και του τροπικού κλίματος, της σύντομης αλλά μεστής γεγονότων ιστορίας. Η γενιά των συγγραφέων τού boom, με κύριους εκπροσώπους τον Μάρκες, τον Φουέντες, τον Καρπεντιέρ, ακόμη και τον πιο πειραματιστή Κορτάσαρ, οραματίστηκε τον συγκερασμό όλων αυτών των στοιχείων και τη μετουσίωση μιας ζοφερής πραγματικότητας σε μαγική – ή θαυμαστή,– μέσω της απελευθερωτικής δύναμης της ποίησης και της φαντασίας.

Η αμέσως επόμενη γενιά των Λατινοαμερικάνων και Κολομβιανών συγγραφέων και ειδικά μια γενιά συγγραφέων που είχαν την ατυχία να γεννηθούν στην περιοχή τής Κεντρικής Αμερικής και σε χώρες τής Ν. Αμερικής όπως η Κολομβία, δεν είχε την πολυτέλεια της ποίησης και της φαντασίας. Οι συγγραφείς αυτοί έζησαν ολόκληρο τον κύκλο ζωής τής επανάστασης. Διήλθαν σταδιακά από την ευφορία στην ήττα, τη διάψευση, την πικρία και τελικά, οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατέληξαν στην αντίπερα όχθη: περιέπεσαν στον πιο ακραίο πεσιμισμό, κυνισμό, μισανθρωπισμό. Όχι τυχαία: η βία στις χώρες αυτές, στη συγκεκριμένη εποχή, υπήρξε τόσο ακραία, που αμφισβήτησε τις πιο στέρεες βεβαιότητες του πρόσφατου νεωτερικού παρελθόντος – ή παρόντος, – όπως η λογική υπόσταση ή η ‘ανωτερότητα’ τού ανθρώπινου ζώου.

Στην Κολομβία, κατά την περίοδο της λεγόμενης Βίας,υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν περίπου 200.000 με 300.000 άνθρωποι˙ αργότερα, η Βία εκφυλίστηκε: μεταλλάχθηκε αρχικά σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του στρατού, των παραστρατιωτικών και των μαρξιστών ανταρτών, αργότερα σε εμφύλιο μεταξύ όλων των παραπάνω και των νονών των ναρκωτικών, τέλος, σε πόλεμο όλων εναντίον όλων, χωρίς κανείς να θυμάται πλέον τα ακριβή αίτιά της: έγινε ενδημική, παράλογη, αναίτια, μια τερατώδης, διηνεκής σταθερά των κοινωνιών. Στην Κολομβία ολόκληρα χωριά απαλείφονταν από τον χάρτη διότι ο πληθυσμός τους χαρακτηριζόταν ‘ανατρεπτικός’: έτσι απαλείφθηκε το χωριό Τρουχίγιο τής Κολομβίας, το 1990. Περισσότεροι από 250 άνθρωποι βασανίστηκαν φρικτά και θανατώθηκαν στο πλαίσιο της επίσημης κρατικής πολιτικής τού προληπτικού εκφοβισμού τού πληθυσμού: ο κύριος τρόπος βασανισμού που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο ακρωτηριασμός  των θυμάτων με ηλεκτρικά πριόνια. Τα απομεινάρια των διαμελισμένων πτωμάτων πετάχτηκαν στον ποταμό Κάουκα, αναβιώνοντας τις χειρότερες μνήμες τής Βίας.[1]

Στη Γουατεμάλα κατά τη δεκαετία τού 1980 συντελείται μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες στην πρόσφατη ιστορία, αυτή των γηγενών Μάγια: μόνο μέσα σε μια διετία (1981-1982), με πρόσχημα τον αιώνιο ‘κομμουνιστικό κίνδυνο’, το ναζιστικής ιδεολογίας δικτατορικό καθεστώς τού Εφραΐν Ρίος Μοντ, υποκινούμενο και χρηματοδοτούμενο από τον αιώνιο πρόθυμο γείτονα, τις Η.Π.Α., απαλείφει κυριολεκτικά 600 κοινότητες των Μάγια, σκοτώνει 75.000 κι εκτοπίζει άλλους 500.000 ανθρώπους, προκαλώντας μια πραγματική υλική και πνευματική καταστροφή τού μακραίωνου και σημαντικότατου πολιτισμού των Μάγια. Την ίδια περίοδο, η συνολική δύναμη των αριστερών ανταρτών στη Γουατεμάλα δεν ξεπερνούσε τα… 2.000 μέλη.[2]

Στο Ελ Σαλβαδόρ, από τις αρχές τού 20ού στήθηκε ένα κράτος-τρομοκράτης, ένα πολυπλόκαμο αιμοσταγές τέρας, εφιαλτικά δαιδαλώδες, αόρατο και υπόγειο αλλά απολύτως απτό στην ωμή βία και σκληρότητά του, εκπληκτικά αποκεντρωμένο ώστε να καλύπτει κάθε πιθανή γωνιά της επικράτειας, την κάθε κίνηση και σκέψη τού κάθε πολίτη, οργανωμένο με σατανικό τρόπο από τις τοπικές ολιγαρχικές ελίτ, τις Η.Π.Α. και τη CIA, με στόχο να εμφυσήσει στις μάζες τον τρόμο ως μέσο πρόληψης κατά του πανταχού παρόντος και μονίμως επικρεμάμενου ‘κομμουνιστικού κινδύνου.’ Προσφιλείς μέθοδοι: οι επιθέσεις στα γεννητικά όργανα των θυμάτων ακόμη και μετά τον θάνατό τους, οι αποκεφαλισμοί – οι οποίοι πραγματοποιούνταν προφανώς σε ειδικούς χώρους-σφαγεία που διέθεταν τον αναγκαίο ‘εξοπλισμό’ – χαρακτηριστικά τα οποία προσέδωσαν στη Σαλβαδοριανή εκδοχή τού τρόμου και της βίας το δικό της ‘χρώμα.’[3]

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τρόμου κι απελπισίας εμφανίζεται μια λογοτεχνία ωμά ρεαλιστική, ακραία βίαιη, απαισιόδοξη, κυνική, ενίοτε μισανθρωπική, η οποία εκ των πραγμάτων βρίσκεται στον αντίποδα των ανθρωπιστικών, επαναστατικών, ιδεαλιστικών, ουτοπικών κι εξωτικών παραδόσεων των μεγάλων συγγραφέων τού λατινοαμερικάνικου boom. Συγγραφείς όπως οι Γουατεμαλτέκοι Μάρκο Αντόνιο Φλόρες (1937-2013) και Ροδρίγο Ρέι Ρόσα (1958- ), ο Νικαραγουανο-Γουατεμαλτέκος Φρανς Γκάλιτς (1951-2007), ο Σαλβαδοριανός Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια (1957- ), ο Χιλιανός Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003), ο Μεξικανός Ραφαέλ Ραμίρες Ερέδια (1942-2006) κ.ά. δημιουργούν μια λογοτεχνία τής ήττας, της απομάγευσης, της απελπισίας, της οργής και πάνω απ’ όλα της βίας, μια λογοτεχνία η οποία πιθανότατα βρίσκεται ακόμη εν τη γενέσει της, εξ ου και οι πολλές εναλλακτικές ονομασίες που της έχουν αποδοθεί για να την προσδιορίσουν: “μυθιστόρημα της βίας,” “σικαρέσκα,”[4] “ναρκο-λογοτεχνία”[5] κλπ.

Όλοι αυτοί οι όροι κι ακόμη περισσότεροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν και τον Κολομβιανό Φερνάντο Βαγιέχο (1942- ). Αντικομφορμιστής, αιρετικός, αναρχικός, εξωμότης, αυστηρά φυτοφάγος, καθ ‘έξιν και κατ’ επάγγελμα υβριστής, προβοκάτορας, αδιαπραγμάτευτα ελευθέριος, ομοφυλόφιλος, άθεος, ανίερος, οργίλος, ζωόφιλος, αρνητής κάθε ιδεολογίας, ο Βαγιέχο ήδη απέχει παρασάγγας από κάθε Μεγάλο Αφήγημα[6]του πρόσφατου λατινοαμερικάνικου παρελθόντος. Η δική του πραγματικότητα είναι η Μεντεγίν των sicarios,[7] των χιλιάδων άστεγων τερατόμορφωνbasuqueros[8] που σέρνονται στους λασπωμένους και γεμάτους σκουπίδια χωματόδρομους τής πόλης, των διεφθαρμένων πολιτικών, της ακόμη πιο διεφθαρμένης Καθολικής Εκκλησίας, της ασύλληπτης φτώχειας, των νονών τού ναρκεμπορίου, της απόλυτης ανθρώπινης παρακμής, του εκφυλισμού τού ίδιου του ανθρώπινου όντος.

Πλέον ο λατινοαμερικανός συγγραφέας – ο Βαγιέχο ειδικά – δεν ενδιαφέρεται ν’ αλλάξει την πραγματικότητα, να φανταστεί μια νέα μελλοντική ουτοπία αρμονίας κι ευημερίας, αλλά μόνο να βρίσει, να φτύσει, να καταραστεί, να καταστρέψει, να ισοπεδώσει, να κάψει, να χλευάσει˙ και να διαγράψει από μέσα του κάθε ταυτότητα: πολιτική, ιδεολογική, εθνική, θρησκευτική, οικογενειακή, ατομική ή συλλογική˙ γιατί αυτός το γνωρίζει καλά, ότι πίσω από κάθε μα κάθε ταυτότητα ελλοχεύει μόνο η καταστροφή κι η βία.[9]

Ο Ευρωπαϊκός και Λατινοαμερικάνικος Μοντερνισμός τελείωσε. Η Επανάσταση, δυστυχώς, ηττήθηκε. Ο Ανθρωπισμός πέθανε. Η λέξη ελπίδα ακούγεται πλέον αστεία. Ο Θεός υπάρχει, αλλά είναι Κακός. Σύντομα, ίσως τελειώσουν όλα. Μέχρι τότε, ας απολαύσουμε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις τού σύγχρονου Λατινοαμερικάνικου Μεταμοντερνισμού:τον Λατινοαμερικάνο Σιοράν, τον δον Φερνάντο Βαγιέχο Ρεντόν.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι σκληρό. Καλύτερα ας μην το διαβάσει όποιος νιώθει ακόμη σφιχτά προσκολλημένος σε οποιαδήποτε ψυχολογική ταυτότητα. Για τους υπόλοιπους, η ανάγνωσή του εγγυάται μια άνευ προηγουμένου απόλαυση και μια γνήσια απελευθερωτική εμπειρία.


Το εξώφυλλο του βιβλίου τού Φερνάντο Βαγιέχο «Ο Γκρεμός», από τις Εκδόσεις Νησίδες (2024), σε μετάφραση. Ελευθέριου Μακεδόνα

● Όπως ξέρετε, εκδόθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα το μυθιστόρημά σας «Ο γκρεμός» μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον υποφαινόμενο. Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι αυτό της βίας. Πολλά έχουν γραφεί και λεχθεί για την κολομβιανή βία. Ακόμη περισσότερα είναι τα αίτια που της έχουν αποδοθεί κι όμως η βία συνεχίζει να βρίσκεται εκεί, αδιαφοροποίητη. Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Η βία δεν έχει αυξηθεί μόνο στην Κολομβία, αλλά σ’ όλον τον κόσμο: κοίταξε γύρω σου σήμερα που μιλάμε: όλους εκείνους τους εκτοπισμένους και τους νεκρούς στο Σουδάν, στη Γάζα, στην Ουκρανία. Και φυσικά βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν επικείμενο πυρηνικό πόλεμο.

● Τι ακριβώς ήταν το φαινόμενο που ονομάστηκε Βία στην Κολομβία;

Η Βία, όπως την ονόμασαν στην Κολομβία, με κεφαλαίο το Β, ήταν ένας αδήλωτος εμφύλιος πόλεμος ο οποίος έλαβε χώρα στην κολομβιανή ύπαιθρο κατά τα μισά του 20ού αιώνα μεταξύ των δύο μοναδικών πολιτικών κομμάτων της χώρας, του Συντηρητικού και του Φιλελεύθερου, και ο οποίος άφησε πίσω του εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκτοπισμένους. Σήμερα κανείς δεν θυμάται πια αυτόν τον πόλεμο, ούτε κι ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Εληξε όταν κάποτε τα δύο κόμματα συμφώνησαν να μοιραστούν εξίσου την εξουσία για μια περίοδο δεκαέξι ετών, δηλαδή για τέσσερις τετραετίες, και τη συμφωνία αυτή την ονόμασαν Εθνικό Μέτωπο. Πράγματα τόσο κυνικά και τόσο θλιβερά. Και να σκεφτεί κανείς ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα ίδια αυτά κόμματα αναλώθηκαν σε αντίστοιχους εμφύλιους πολέμους, ενώ και τον 20ό αιώνα τον εγκαινίασαν με ακόμη έναν εμφύλιο, τον λεγόμενο Πόλεμο των Χιλίων Ημερών, μια πραγματική σφαγή! Η ανθρωπότητα δεν έχει καμιά σωτηρία, καλύτερα είναι να σταματήσει να υπάρχει.

● Ταυτόχρονα όμως κάποιος θα μπορούσε πολύ λογικά να σκεφτεί ότι η Βία υπήρξε το αποτέλεσμα μιας κατάστασης πραγμάτων, η οποία μονίμως ευνοούσε την κοινωνική και οικονομική αδικία και τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων οικογενειών ολιγαρχών.

Ολα αυτά είναι κοινοί τόποι. Οι πλούσιοι είναι κακοί, οι φτωχοί είναι κακοί, η ανθρωπότητα συνολικά είναι κακιά κι όλοι μαζί οδεύουν προς το τέλος τους, την τόσο διαφημισμένη Αποκάλυψη.

● Επίσης έχουν δίκιο και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η βία στην Κολομβία και στη Λατινική Αμερική υπήρξε αποτέλεσμα των πολιτικών των ΗΠΑ.

Μα τι λες! Οι Κολομβιανοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για τη θλιβερή τους μοίρα. Πράγμα το οποίο δεν σημαίνει βέβαια ότι κι οι Βορειοαμερικανοί δεν είναι ολόιδιοι μ’ αυτούς: μάλιστα είναι ακόμη χειρότεροι.

● Από την άλλη μεριά κάλλιστα η βία θα μπορούσε να μην είναι τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά απλώς ακόμη μία έκρηξη της τρέλας που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος. Θα λέγατε ότι πέρα απ’ όλες τις περισπούδαστες αναλύσεις η κολομβιανή βία -και η ανθρώπινη βία γενικά- παραμένει ένα ανεξήγητο φαινόμενο;

Καθόλου ανεξήγητο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο άνθρωπος γεννιέται κακός και η κοινωνία απλώς τον κάνει χειρότερο.

● Είναι το κολομβιανό έθνος πιο βίαιο απ’ όλα τα υπόλοιπα έθνη του κόσμου ή θα ήταν πιο σωστό να μιλάμε για την ανθρώπινη βία γενικά;

Το ανθρώπινο ον είναι το ίδιο σκουπίδι παντού, σ’ οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη Γη.

Αλλά κάθε διαμάχη έχει αυτόν που την ξεκίνησε -τον θύτη- κι αυτόν που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεων του πρώτου –το θύμα. Εχουν ακριβώς την ίδια ευθύνη όλα τα μέρη που ενεπλάκησαν στην κολομβιανή βία;

Την ευθύνη για την κολομβιανή βία την έχουν όλοι οι Κολομβιανοί, τη δε ευθύνη για την παγκόσμια βία την έχουν όλοι οι άνθρωποι συνολικά, αυτοί για τους οποίους μόλις σου είπα ότι αποτελούν τα σκουπίδια της Γης. Αλλά και λίγα σου είπα: αποτελούν τα σκουπίδια του Σύμπαντος. Σ’ ολόκληρο το σύμπαν, μέχρι εκεί που έχουμε καταφέρει να φτάσουμε, με τηλεσκόπια όπως το Hubble και το James Webb και μ’ όλα τα υπόλοιπα τηλεσκόπια που έχουμε εγκαταστήσει στη Γη για να παρατηρούμε το άπειρο, δεν υπάρχει τίποτα που να είναι χειρότερο από τους ανθρώπους.

«Μισώ τις θρησκείες πιο πολύ από τις πατρίδες»

● Αλλο θέμα που διαπερνά τον «Γκρεμό» είναι η ολοκληρωτική απέχθεια κατά της ιδέας του έθνους. Θα τρέφατε τα ίδια αντεθνικά συναισθήματα εάν ανήκατε σ’ οποιοδήποτε άλλο έθνος;

Ναι. Θα είχα ακριβώς τα ίδια αντεθνικά κι αντιπατριωτικά συναισθήματα εάν ανήκα σ’ οποιοδήποτε άλλο από τα διακόσια έθνη του ΟΗΕ, ο οποίος είναι μια κανονική χωματερή εθνών.

● Για τους ίδιους αυτούς λόγους απεχθάνεστε και τη θρησκεία; Επειδή απαιτεί από μας να προσκολληθούμε σε μια καθαρή φαντασίωση, την οποία εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε και η οποία ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα;

Μισώ τις θρησκείες πιο πολύ από τις πατρίδες. Και περισσότερο από τις θρησκείες και τις πατρίδες μαζί, μισώ τις μητέρες. Για μένα, κάθε γυναίκα που γεννάει γίνεται αυτομάτως μια ανυπόληπτη. Θα ήθελα να τις σκοτώσω όλες, να τις απαλείψω, να τις κάψω.

● Το πρόβλημά σας περιορίζεται μόνο στον καθολικισμό ή σε όλες τις θρησκείες;

Το πρόβλημά μου είναι όλες οι θρησκείες, ξεκινώντας βέβαια από τις σημιτικές: τον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό. Κι ακολουθούν ο βουδισμός κι ο ινδουισμός κι όλες οι υπόλοιπες που υπάρχουν ή μπορεί να υπάρξουν.

«Θεός υπάρχει, αλλά είναι ένα Κάκιστο Ον»

● Γιατί επιμένετε ότι ο Θεός δεν υπάρχει;

Δεν έχω πει ποτέ μου ότι δεν υπάρχει. Φυσικά και υπάρχει, αλλά είναι ένα Κάκιστο Ον. Είναι πιο κακός ακόμη κι από τον Πάπα· κι από τον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας.

● Γιατί δεν σας αρέσουν οι Πάπες;

Γιατί είναι γέροι και άσχημοι. Και γιατί μου βρομάνε και μου προκαλούν αηδία.

● Και η οικογένεια τι είναι; Μια έξυπνη επινόηση της θρησκείας προκειμένου ν’ αναπαραγάγει την κοινωνία και να ελέγχει τους ανθρώπους;

Η οικογένεια είναι αυτό που αποτυπώνεται στον «Γκρεμό», το βιβλίο που μετέφρασες από τα ισπανικά στα ελληνικά: μια κόλαση η οποία νομίζει ότι είναι ο παράδεισος.

● Γιατί πρέπει να σταματήσουμε ν’ αναπαραγόμαστε; Θα έλυνε αυτό πολλά από τα τωρινά μας προβλήματα;

Ολα. Χωρίς αναπαραγωγή δεν υπάρχει ανθρωπότητα και χωρίς ανθρωπότητα δεν υπάρχει δυστυχία. Μακάρι ο πυρηνικός πόλεμος να εξαλείψει αυτήν τη μάστιγα.

«Πονάω μόνο για τα ζώα»

● Αλλά η ανθρώπινη βία δεν έχει ως μοναδικό στόχο της τους άλλους ανθρώπους. Στον «Γκρεμό» κάνετε αρκετές αναφορές και στην καταστροφική στάση του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον και στο κλίμα.

Το περιβάλλον και το κλίμα δεν μ’ ενδιαφέρουν. Ας πάει να γ@@@@εί ο άνθρωπος. Εγώ πονάω μόνο για τα ζώα. Τα ζώα είναι ο δικός μου ο πλησίον, ακόμη κι αν δεν είχε διδάξει κάτι τέτοιο ο Τρελο-Χριστός, δηλαδή ο Χριστός που ήταν τρελάρας. Οι Εβραίοι, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι πολύ κακοί εκ φύσεως, τον κρέμασαν από δύο δοκάρια, αλλά στην πραγματικότητα δεν κατάφεραν να τον σβήσουν˙ αντιθέτως, τον δόξασαν. Τον μετέτρεψαν στο πιο καλό ον της ανθρωπότητας. Πώς να μη μου τη δίνει στα νεύρα ένα τόσο μεγάλο ψέμα! Το πιο μεγάλο ψέμα που έχω ακούσει ποτέ. Ενα ψέμα που αγγίζει τα όρια της ξεδιαντροπιάς.

● Ο «Γκρεμός» δεν είναι μόνο μια οργισμένη επίθεση κατά του Θεού, της Κολομβίας, του Πάπα και του ανθρώπου, αλλά είναι κι ένα μυθιστόρημα που περιστρέφεται γύρω από έναν άντρα: τον Νταρίο Βαγέχο Ρεντόν. Ποιος ακριβώς ήταν;

Οσοι διαβάσουν το βιβλίο θα το μάθουν.

● Κατάφερε το μυθιστόρημα να σας απελευθερώσει από την οργή, την απόγνωση, την αγανάκτησή σας γι’ αυτό που είναι η ζωή κι οι άνθρωποι, δηλαδή απ’ όλους τους δαίμονές σας;

Κανένας δαίμονας· αυτό που υπάρχει μέσα μου είναι ένας άγγελος που αγαπάει τα ζώα και υποφέρει γι’ αυτά.

● Τελικά είναι ποτέ δυνατόν ν’ απελευθερωθούμε από τα πάντα, από τις μνήμες μας, τη σκέψη, τη βία, όλες τις θρησκείες; Μπορεί κανείς να σβήσει διαμιάς την κασέτα;

Με μια σφαίρα στην καρδιά θα σβήνονταν όλα, θα επιστρέφαμε στην ειρήνη του τίποτα, σ’ αυτήν από την οποία μια αποφράδα μέρα μάς έβγαλε ένα ζεύγος κακοποιών.

● Εχουμε ελπίδα ως είδος;

Ναι, τον αφανισμό μας, Θεού θέλοντος.

Σημειώσεις:

[1] Franco, Jean. Cruel Modernity. Durham and London: Duke University Pres, 2013, p. 11, Kindle Edition.

[2] Torres-Rivas, Edelberto. La Piel de Centroamérica (Una Visión Epidérmica de Setenta y Cinco Años de su Historia). San José: FLACSO, 2007, p. 114.

[3] Lauria-Santiago, Aldo A. “The Culture and Politics of State Terror and Repression in El Salvador.” In: When States Kill. Latin America, the U.S., and Technologies of Terror, (Eds.) Cecilia Menjívar and Nestor Rodriguez. Austin: The University of Texas Press, 2005, p. 100.

[4] Στα Ισπανικά sicaresca, από τη λέξη sicario που σημαίνει τον πληρωμένο δολοφόνο, φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Κολομβία και κατ’ αντιστοιχία με το λογοτεχνικό είδος τής ισπανικής Αναγέννησης και του Μπαρόκ picaresca (μυθιστορήματα στα οποία εξιστορούνται οι περιπέτειες ενός απατεώνα ή τυχοδιώκτη).

[5] Marinone, Mónica. “El culto de la violencia empieza por el lenguaje.” En: Literatura y Violencia en la Narrativa Latinoamericana Reciente, (Coord.) Teresa Basile. Buenos Aires: Universidad Nacional de La Plata – Facultad de Humanidades y Ciencias de la Educación, 2015, p. 146.

[6] Πρόκειται για τον όρο Grands cits, τον οποίο πρώτος εισήγαγε ο Γάλλος μεταμοντέρνος φιλόσοφος Jean-François Lyotard (1924–1998).

[7] Βλ. σημ. 4.

[8] Το basuco στην Κολομβία είναι ένα ναρκωτικό, το οποίο φτιάχνεται από την ακατέργαστη ‘πάστα’ τής κοκαΐνης και μπορεί να περιέχει επίσης μαριχουάνα κι άλλες χημικές κι ιδιαίτερα τοξικές ουσίες. Καπνίζεται σε τσιγάρο. Λόγω του χαμηλού του κόστους, η χρήση του έχει επεκταθεί πέρα από κάθε έλεγχο, κυρίως μεταξύ των νέων και των φτωχών τής Κολομβίας κι αποτελεί σήμερα πραγματική μάστιγα για την Κολομβιανή κοινωνία. Η σημείωση προέρχεται από το βιβλίο: Βαγιέχο, Φερνάντο. Ο Γκρεμός, (μτφρ. Ελευθέριος Μακεδόνας). Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2024.

[9] Στο σημείο αυτό δανειζόμαστε στοιχεία από αντίστοιχο κείμενο του γράφοντα που συνοδεύει την έκδοση του μυθιστορήματος του Βαγιέχο Ο Γκρεμός στα Ελληνικά. 

Σχολιάστε