Μια προδημοσίευση στην ΕφΣυν (12.7.2025), ενόψει της επικείμενης έκδοσης για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Σμίλη, σε δική μου μετάφραση, του αριστουργήματος του σημαντικότερου σύγχρονου Βενεζουελανού πεζογράφου José Balza, «Εφτακόσιοι Φοίνικες Φυτεμένοι στο Ίδιο Σημείο» (1974).

«Ακόμη κι η γεύση του αίματός μου μού φαίνεται ξένη»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΑ 12.07.25 17:44
ΕΦ.ΣΥΝ.
Καθώς σύντομα θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Σμίλη», σε μετάφραση Ελευθέριου Μακεδόνα, βιβλίο του μεγάλου Βενεζουελάνου συγγραφέα και μάλιστα το διασημότερο και κατά πολλούς το σπουδαιότερο μυθιστόρημά του, αλλά κι αυτό που καταχωρίστηκε στα μυθιστορήματα-σταθμούς της μεγάλης λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας των δεκαετιών 1960-1970, παίρνουμε μια πολύ μικρή πρόγευση του ταλέντου ενός από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες Λατινοαμερικανούς λογοτέχνες της εποχής μας
«Η αξιοζήλευτη παρατηρητικότητα και η λιτή, εκπληκτικά μεστή γλώσσα του πηγάζουν από ένα εντυπωσιακό βάθος αντιληπτικής ικανότητας και κατανόησης της πραγματικότητας». Ετσι μας συστήνει ο Ελληνας μεταφραστής Ελευθέριος Μακεδόνας τον, γεννημένο τo 1939 στην Τουκουπίτα της Βενεζουέλας, Χοσέ Μπάλσα (Jose Balsa), με αφορμή την έκδοση από τη «Σμίλη» στα ελληνικά του μυθιστορήματός του «Εφτακόσιοι φοίνικες φυτεμένοι στο ίδιο σημείο». Αλλά τι περίεργο! Ενώ αυτό «είναι ένα από τα μυθιστορήματα-σταθμούς της μεγάλης λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας των δεκαετιών 1960-1970» και ο Μπάλσα «ενθουσιώδης περιηγητής του κόσμου κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες Λατινοαμερικανούς συγγραφείς της εποχής μας», έως τώρα τίποτα δικό του δεν είχε μεταφραστεί. Κι ας ήταν «η μετάφραση κάποιου από τα έργα του στα ελληνικά πάντοτε όνειρο ζωής για τον Μπάλσα».

Στο βιογραφικό σημείωμα του σπουδαίου Βενεζουελάνου λογοτέχνη διαβάζουμε ακόμα ότι «ο Χοσέ Μπάλσα έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και άρθρα σε πλήθος περιοδικών της Λατινικής Αμερικής, των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Στα ενδιαφέροντά του συγκαταλέγονται η θεωρία της λογοτεχνίας, οι πλαστικές τέχνες, η μουσική και ο κινηματογράφος. Μερικά από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του είναι τα εξής: Marzo Anterior [Ο προηγούμενος Μάρτιος] (1965)· Setecientas palmeras plantadas en el mismo lugar [Εφτακόσιοι φοίνικες φυτεμένοι στο ίδιο σημείο] (1974)· Percusión [Κρουστά] (1982). Ειδικά το βιβλίο «Εφτακόσιοι φοίνικες» επαινέθηκε από τον μεγάλο ομότεχνό του Χούλιο Κορτάσαρ.
Το 1991 τού απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Βενεζουέλας».
Η έκδοση, που αναμένεται το αργότερο εντός του Σεπτεμβρίου, θα μας δώσει την ευκαιρία να πάρουμε μια αντιπροσωπευτική δόση του λογοτεχνικού ταλέντου του Μπάλσα. Μέχρι τότε προδημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα του μυθιστορήματος (που μας παραχώρησε ο μεταφραστής του κ. Μακεδόνας), αφού πρώτα αντιγράφουμε μερικά ακόμα βασικά στοιχεία από το κείμενο που θα τυπωθεί στο οπισθόφυλλο: «Το βιβλίο «Εφτακόσιοι φοίνικες φυτεμένοι στο ίδιο σημείο» είναι ένα από τα μυθιστορήματα-σταθμούς της μεγάλης λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας των δεκαετιών 1960-1970, ο δε συγγραφέας του, ο Χοσέ Μπάλσα, μία τις πιο αξιόλογες φωνές της.
Πρόκειται για ένα οργιώδες, πολυφωνικό μυθιστόρημα, το οποίο επιχειρεί να αγκαλιάσει το σύνολο της ζωής και της ατομικής εμπειρίας του ανθρώπου. Η εξωτική, άγρια φύση, η ιδεολογία και η επανάσταση, η σύγχρονη πολυτάραχη ιστορία της Βενεζουέλας, και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής –με τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές δικτατορίες και την ασύλληπτη βία–, η φτώχεια και η νεανική παραβατικότητα των παραγκουπόλεων, η πιθηκίζουσα τους δυτικούς τρόπους μεσαία τάξη των διανοουμένων, αλλά και η τέχνη, η μουσική, ο κινηματογράφος, η φιλοσοφία, όλα αυτά που μας είναι πολύ γνωστά από τα υπόλοιπα μεγάλα έργα των Λατινοαμερικανών συγγραφέων του boom και του post-boom παρελαύνουν επίσης στο παρόν μυθιστόρημα. Ωστόσο, ο Μπάλσα τα υπερβαίνει όλα αυτά σε περισσότερα του ενός επίπεδα: αυτό που αναζητεί ο συγγραφέας είναι μια άλλη διάσταση, κάποιο άλλο συναίσθημα, σύμφωνα με τη δική του διατύπωση».
«Εφτακόσιοι φοίνικες φυτεμένοι στο ίδιο σημείο» – Αποσπάσματα:
«[…] Υποθέτω ότι έχει έρθει η στιγμή να οδηγήσουν το ελικόπτερο στο πιο δύσβατο σημείο του βουνού: στις σχισμές της οροσειράς, εκεί όπου δεν πρόκειται να έρθει κανείς για πολλά χρόνια· εκεί θα με πετάξουν. Ο κυνηγός1 έρχεται, πρέπει να είναι κυνηγός, παρότι η στολή του δεν είναι χακί και δεν δείχνει να είναι του στρατού. Το ελικόπτερο δεν βγάζει κανέναν ήχο, ή εγώ δεν ακούω τίποτε πια. Ακόμη κι η γεύση του αίματός μου μού φαίνεται ξένη: ένα βουητό στ’ αυτιά μου, νιώθω την ανάγκη να κατουρήσω, πόνος στο στομάχι κι οι σιωπηλές πληγές. Τίποτε. Ο κυνηγός αφήνει τον άλλο μόνο του, τον βλέπω θολά, έρχεται στηριζόμενος στην οροφή του ελικοπτέρου· το ελικόπτερο είναι ογκώδες, κι ο άντρας επίσης. Ερχεται, με πιάνει, με σηκώνει προσεκτικά, σαν να ήμουν κιόλας νεκρός. Με το στιλέτο του κόβει τα σκοινιά με τα οποία είναι δεμένα τα χέρια μου, ανοίγει τα δάχτυλά μου, αλλά εγώ δεν νιώθω τίποτα. Είναι σαν να μην έχω χέρια. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν με βλέπει καν· θα το κάνει μόνο και μόνο γιατί ο άλλος ξέρει ότι είναι κάτι που πρέπει να κάνουν. Δεν γνωριζόμαστε. Δεν είναι από κείνους που ήταν και στη Λα Πίκα, ούτε από τους άλλους του αποσπάσματος που μας έστησε ενέδρα μόλις κατεβήκαμε στο χωριό, τρεις μέρες πριν. Ποιος θα το πίστευε τώρα ότι εγώ είμαι μαχητής, κι αυτός, ο πουτάνας γιος, ο εχθρός μου; Ολα είναι ουδέτερα τώρα. Με έλυσε, με σπρώχνει. Τώρα ναι, με χτυπάει, θέλει να ξεμπερδεύει όσο πιο γρήγορα γίνεται μ’ αυτό. Το ελικόπτερο βρίσκεται πολύ ψηλά, στοχεύει τη γη, κάτω στο βάθος. Νομίζω ότι ο πιλότος κάτι φωνάζει ή γελάει, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Ο κυνηγός με σπρώχνει πάνω στο μέταλλο της πόρτας και την ανοίγει. Σιωπηλό ελικόπτερο, τίποτα. Σιωπηλός αέρας. Κάτω τα πάντα μοιάζουν μπλε. Ενα χέρι ακουμπάει το δικό μου χέρι, τίποτα, τίποτα. Το χέρι με αφήνει, το χέρι γλιστράει, μ’ έριξαν, τίποτα, τίποτα. Πέφτω χωρίς να βλέπω τίποτα: μα εγώ βλέπω εσένα τώρα, Λεσάμα· πέφτεις, διαλύεσαι μόλις έρχεσαι σ’ επαφή με τη γη, σαν κάποιο άγνωστο φρούτο. Μπορώ και τα βλέπω όλα: το ελικόπτερο, τον θάνατο· αυτός είναι που πέφτει, κι ακόμη και τώρα που πέφτει, δεν θα καταφέρει να εξηγήσει τίποτε από όλο αυτό. Γιατί; […]

[…] Ωστόσο, δεν θα της πω τίποτε για τα συμπτώματα αυτού του έρωτα: και γιατί να επιμείνω, άλλωστε, γύρω απ’ όλες εκείνες τις νέες προοπτικές που μόνο εγώ κατάφερνα να εισαγάγω στην πραγματικότητα μέσω του έρωτά μου; Ολο αυτό σε τίποτε δεν με οδήγησε. Συμπτώσεις, λέξεις, πράξεις: όλο εκείνο το θάμβος τελείωσε σ’ εμένα, παρόλο που αναδυόταν μόνο στον βαθμό που η Αγλαΐα κατάφερνε και το ξυπνούσε μέσα μου. Δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί πώς η πόλη μετασχηματιζόταν σ’ εκείνο το πολλαπλό εστιακό σημείο, το οποίο στρεφόταν πάντα προς το μέρος όπου βρισκόταν αυτή, όπου κι αν τύχαινε να βρίσκεται: διότι στην Αγλαΐα συνέκλιναν όλα τα γύρω πάρκα, οι πιο καλά φωτισμένοι και έρημοι αυτοκινητόδρομοι, ο ορυμαγδός της πόλης, οι γιορτές, οι φράσεις που άκουγες στα σινεμά ή στα τραγούδια που ήταν της μόδας. Ούτε και θα μάθει ποτέ της για όλα τα πιθανά σενάρια που κατασκεύαζα εγώ με τον νου μου, ώστε να αποκλείσω την πιθανότητα να συμβεί οτιδήποτε θα μας εμπόδιζε να βρεθούμε κι οι δυο μαζί, στο ίδιο μέρος, την ίδια χρονική στιγμή· κι έτσι περιφερόμουν από το ένα μέρος στο άλλο, σε όλα τα μέρη, ψάχνοντας να βρω τα κατάλληλα αποθέματα ενέργειας που θα με καθιστούσαν διπλά ορατό, ώστε να μπορέσει αυτή να μαντέψει –όλες εκείνες τις ώρες που εκ των πραγμάτων έπρεπε να είμαστε μακριά ο ένας από τον άλλο– σε ποιο απ’ όλα τα πιθανά μέρη βρισκόμουν. Τελικά, το μάθημα που μου έδωσε η Αγλαΐα ήταν κάτι εντελώς απρόσμενο για μένα: και πριν ερωτευόμουν κι υπέφερα, αλλά το απέδιδα στην τάση που έχει η ουσία των πραγμάτων να μας διαφεύγει, έλεγα στον εαυτό μου ότι έφταιγε το νεαρό της ηλικίας μου που δεν κατάφερνα ποτέ να αφομοιώσω πλήρως μέσα μου τα γεγονότα. Και πίστευα ότι στο τέλος της διαδρομής, δηλαδή σήμερα, η ωριμότητα θα έσβηνε όλες τις κρυμμένες μέσα μου εντάσεις· όμως η Αγλαΐα μού αποδεικνύει ότι ποτέ δεν κάνουμε έστω κι ένα βήμα προς τα μπροστά: η αγάπη βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο, στον πόνο που σου προκαλεί […]
[…] Εχω πει επίσης ότι είχε μια τάση να θέλει να φτάσει στο θάμβος μέσω δύο διαφορετικών οδών: μέσω του φανταστικού –της μεταμόρφωσής του σε Πραξιτέλη– και μέσω της τυφλής δύναμης που αντιπροσώπευε γι’ αυτόν η πόλη: τα παιδιά του κινηματοθεάτρου Αγιακούτσο2, μικροί οραματιστές τού τίποτα, εγκαταλελειμμένα. Αργότερα θα ανακάλυπτε ότι αυτό που είχε πιστέψει πως αποτελούσε την αυθεντική κινητήρια δύναμη της πόλης στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου ό,τι φαινόταν: ακόμη και τα μέλη των συμμοριών του κέντρου προέρχονταν, όπως κι αυτός, από μακρινά χωριά. Ομως η αναγνώριση αυτού του γεγονότος τον απογοήτευσε: εάν εκείνη η κατ’ επίφασιν λαμπρότητα των συνοικιών ήταν δανεική, τότε μήπως ήταν εξίσου δανεική και η λαμπρότητα ολόκληρης της πόλης; […]

[…] Ανθοφορία και ωρίμανση, μικρά φρούτα που κάνουν τα όρια της αυλής να φαίνονται συγκεχυμένα και μετατρέπουν τον δεντρόκηπο σε μια ασυνεχή χρωματική κλίμακα. Κόκκινα δαμάσκηνα κάτω από τους λυγισμένους κορμούς με τα μικροσκοπικά τους φύλλα. Η διαπεραστική γεύση του αέρα. Η σιωπή του ποταμού έχει σβήσει κάπου στο βάθος, μέσα σ’ αυτήν την άλλη σιωπή. Η πυκνότητα της ζούγκλας στο φως σε ζάλιζε και σε διέγειρε. Η τραχιά επιφάνεια των κατάστικτων από άσπρες κηλίδες κορμών κι η απατηλή μπλε σκιά τους ήδη βρίσκονταν μέσα μου. Μα πώς; – πήγα να πω στον εαυτό μου· κάτι γεννιέται στο Σαν Ραφαέλ τούτο το καυτό απόγευμα· δεν είναι πια αυτός ο κόσμος που με τυλίγει, αλλά η δόνηση αυτού του κόσμου: τι σεισμός στο σκοτεινό έδαφος. Ο γόνιμος άνεμος που καλύπτει τις δαμασκηνιές, τα κόκκινα φρούτα διάσπαρτα πάνω στο χώμα και παρατεταγμένα στα κλαδιά δίχως να πέφτουν, παρά την απίστευτη ταλάντωσή τους. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Ξαφνικά διέκρινα, πολύ κοντά σ’ εμένα, τον καλαμιώνα. Αυτή τη φορά, μέσα από την πυκνή φυλλωσιά, ένιωσα ότι τα πάντα φλέγονταν: τα χρυσά φύλλα των καλαμιών, οι ασαφείς κορμοί τους. Η κόμη του δάσους που δημιουργεί τον ήλιο: αυτό διέκρινα πέρα από τα φύλλα της δαμασκηνιάς. Κι αποφάσισα να μπω μέσα, να αγγίξω επιτέλους την αμεσότητα της δόξας του δάσους, ακριβώς τη στιγμή που γεννιόταν.
Προχώρησα μόνο δυο βήματα: δεν κατάφερα να συγκρατήσω περισσότερο χρόνο την απαστράπτουσα εικόνα των καλαμιών […]
[…] Και περνούσαν από μπροστά μας με τους Ινδιάνους, οι οποίοι έδειχναν αποσβολωμένοι, υποχρεωμένοι διά της βίας να τραγουδούν, στοιβαγμένοι σε πλωτές πλατφόρμες, και τους οδηγούσαν στην εκκλησία του γειτονικού χωριού. Εμείς τους παρακολουθούσαμε να περνάνε: αλλά από την εκκλησία τούς πήγαιναν κατευθείαν στην ύπαιθρο. Το Σπίτι του Ινδιάνου έχει οροφή από τσίγκο και πάτωμα το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ίδιο το βαλτώδες έδαφος. Αυτό το πράγμα, που Κύριος οίδε ποια κυβέρνηση το έφτιαξε, έχει καταντήσει πλέον κανονικό χοιροστάσιο. Εκεί τους βάζουν –ακόμη και σήμερα– χωρίς καν να γνωρίζουν ισπανικά, ανυπεράσπιστους, δίνοντάς τους ένα είδος φαγητού που το απορρίπτει το σώμα τους, ώσπου αρρωσταίνουν κι επιστρέφουν στη ζούγκλα. Μη νομίζεις, όλα είναι ακριβώς όπως και πριν· μόνο που τώρα, όπως βλέπεις, έρχονται και μόνοι τους ώς εδώ με τις πιρόγες τους, για να πουλήσουν φοίνικες τεμίτσε και παπαγάλους. Και ύστερα πηγαίνουν στο χωριό, γίνονται στουπί στο μεθύσι και γυρίζουν στους δρόμους ζητιανεύοντας. Το “εκπολιτιστικό” έργο των παπάδων τούς μετατρέπει σε λαϊκό ψυχαγωγικό θέαμα, σε σπόρους πορνείας: οι κρεολοί του χωριού δεν κατάλαβαν ποτέ τους τούς Ινδιάνους. Βλέπεις; Εχουμε μπόλικη δουλειά μπροστά μας και με τους Ουαράο».

ΣημειΩσεις
1. Η λέξη που χρησιμοποιεί ο Μπάλσα στα ισπανικά είναι cazador. Οι cazadores ήταν άνθρωποι του στρατού, οι οποίοι επιδίδονταν σε απαγωγές, βασανιστήρια, δολοφονίες και γενικά σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν κατά την περίοδο της δικτατορίας του Πέρες Χιμένες (επικοινωνία της 4.10.2023 με τον συγγραφέα).
2. Πρόκειται για ιστορικό κινηματογράφο στο κέντρο του Καράκας, τον δεύτερο πιο παλιό της πόλης. Κατεδαφίστηκε το 2017.