Δοκίμιο για τoν “Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς,” τού Λέοντα Τολστόι

Ένας άνθρωπος πεθαίνει, συναντάται μ’ αυτό το τρομακτικής σημασίας γεγονός, αφού έχει ακολουθήσει κι αυτός την τυπική πορεία – μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας, αλλά πάντα τυπική – τής ζωής τού μέσου ανθρώπου και τίποτε γύρω από το νεκρό του πια σώμα δεν παραπέμπει στο τρομακτικό γεγονός που μόλις έχει συμβεί. Ο υπόλοιπος κόσμος, εκτός των ανθρώπων, συνεχίζει ούτως ή άλλως απαθής την αέναη πορεία του προς το πάντα φευγαλέο του νόημα,  χαρακτηριστικά αδιάφορος απέναντι σε τέτοιου είδους αυτονόητα – και γι’ αυτό άνευ σημασίας – γεγονότα, τα οποία εντάσσονται στη γενικότερη υλική κι ενεργειακή ισορροπία τού όλου συστήματος κι επομένως, αφήνουν απολύτως αδιατάρακτη την εσωτερική του τάξη.

Ειδικά οι άνθρωποι, ωστόσο, παρουσιάζουν όπως πάντα την εντελώς ιδιότυπη, δική τους ανθρώπινη αδιαφορία, η οποία δεν είναι ακριβώς η κυριολεκτικά μιλώντας αδιαφορία τού σύμπαντος, αλλά μάλλον η χρωματισμένη, η σημασιολογικά και ‘ηθικά’ φορτισμένη αδιαφορία, η τόσο τυπική τού ανθρώπινου όντος. Τα ζώα είναι κυριολεκτικά αδιάφορα μπρος στον θάνατο, όπως άλλωστε κι απέναντι στη ζωή. Γι’ αυτά, ζωή και θάνατος δεν είναι δύο διακριτά κι αντιτιθέμενα μεταξύ τους φαινόμενα. Η έλλειψη ‘συνείδησης’ με την ανθρώπινη σημασία τού όρου – δηλαδή της ιδιόμορφης εκείνης αίσθησης της χωριστής από τον υπόλοιπο κόσμο οντότητας, η οποία ζει, αγωνίζεται και πεθαίνει πάντα σε σύγκρουση με τους υπόλοιπους ανθρώπους και τον κόσμο, – είναι αυτή που διασώζει τα ζώα από τον τρόμο τής ζωής και του θανάτου. Το ζώο δεν έχει καμιά σχηματισμένη εικόνα μέσα του – εικόνα τού εαυτού του, των άλλων, εικόνα τής ζωής ή του θανάτου – δεν έχει ιδέες κι επομένως, δεν έχει σκέψη: “[Τα ζώα] δεν έχουν ιδέες, εκτός από τις σχετιζόμενες με την άμεση αντίληψη κι ως εκ τούτου, γνωρίζουν μόνο εκείνο που υπάρχει στο άμεσο παρόν˙ ζουν αποκλειστικά και μόνο στο παρόν. Τα κίνητρα που διαμορφώνουν τη βούλησή τους επομένως σχετίζονται πάντα με την άμεση αντίληψη και είναι πάντα πραγματικά” (Schopenhauer, 2005, p. 70).

Το ζώο ζει μέσα στο αδιατάρακτο συνεχές που είναι ο κόσμος, χωρίς να έχει συνείδηση του εαυτού του ως κάτι το διαφορετικό, χωρίς ν’ αποστασιοποιείται ούτε μια στιγμή από το Όλον, του οποίου αποτελεί εγγενές συστατικό στοιχείο, παρότι ίσως δεν το γνωρίζει. Ο άνθρωπος, αντιθέτως, έχει την ικανότητα να σχηματίζει ιδέες κι οι ιδέες έχουν την τάση να παρουσιάζονται σε ζεύγη αντιθετικών δίπολων, εξ’ ου κι η δυϊκή – όρα συγκρουσιακή –  φύση τής ανθρώπινης σκέψης και του ίδιου του ανθρώπου:

Όμως ο άνθρωπος της δυϊκής αντίληψης είναι το ακριβώς αντίθετο του αρχαϊκού ανθρώπου, διότι πλέον δεν τον ενώνει καμιά εγγένεια[1] μ’ αυτόν τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος είναι εμμενής στον άνθρωπο, όμως αυτό συμβαίνει μόνο στον βαθμό που ο τελευταίος δεν χαρακτηρίζεται πια από καμιά εγγένεια, εφόσον προσδιορίζεται πλήρως από τα πράγματα και είναι κι ο ίδιος ένα πράγμα, αφού αποτελεί πλέον ένα διακριτά χωριστό άτομο (Bataille, 1992, p. 74).

Ο Ιβάν Ιλίτς πέθανε εντελώς αποκομμένος απ’ όλους κι από όλα. Για την ακρίβεια, μέχρι λίγες στιγμές πριν από τον θάνατό του, αυτή ήταν η αίσθησή του: της απόλυτης μοναξιάς, του φόβου, του διαχωρισμού από τους πάντες και τα πάντα, του πόνου. Λίγο πριν τον θάνατό του κατάλαβε σ’ όλες τις τερατώδεις του διαστάσεις το γεγονός, ότι δεν σήμανε ποτέ τίποτε απολύτως για κανέναν, ότι όλα τα προπύργια και τα αναχώματα που προσπάθησε να χτίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του για ν’ ανακτήσει τη χαμένη συγγένειά του με τον κόσμο, ν’ απλώσει ρίζες και ν’ αρπαχτεί από τη ζωή όπως όπως, να δημιουργήσει σταθερότητες και βεβαιότητες που θα τον έκαναν να νιώσει ασφαλής και θα τον διατηρούσαν αλώβητο από το σαράκι τού φόβου, είχαν όλα την άυλη υφή των ανθρώπινων ψευδαισθήσεων.

Προσπάθησε να χτίσει οικογένεια, όπως κι οι περισσότεροι άνθρωποι. Ακολούθησε τις επιταγές τής παράδοσης και των κοινωνικών κανόνων. Πίστεψε ότι στην οικογένεια θα έβρισκε την αγάπη, την αποδοχή και το στήριγμα που χρειαζόταν για ν’ αντιμετωπίσει τις δυσκολίες τής ζωής. Κατά τη μακρόσυρτη κι επίπονη κάθοδό του στην επικράτεια του θανάτου, ωστόσο, επρόκειτο να συνειδητοποιήσει έντρομος, ότι ίσα ίσα η οικογένειά του υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός του. Κι η γυναίκα του και τα παιδιά του τον είδαν πάντα μόνο ως ένα αναγκαίο κακό, ως μια πηγή χρημάτων, ως μια εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την επιβεβαίωση της κοινωνικής τους περσόνας και της ματαιοδοξίας τους.

Ο Ιβάν Ιλίτς κείτεται νεκρός κι η Πρασκόβια Φιόντοροβνα – αυτή που μέχρι πρότινος υπήρξε η ‘γυναίκα του’ – συνεχίζει και τον βλέπει, ακόμη και νεκρό, ως μια ευκαιρία βελτίωσης των οικονομικών της:

Η υπόθεση συνίστατο στο ότι ήθελε να μάθει τι προβλεπόταν, πώς θα έπαιρνε χρήματα από το δημόσιο με τον θάνατο του συζύγου της. Παρίστανε πως ρωτούσε τον Πιότρ Ιβάνοβιτς τη συμβουλή του για τη σύνταξη, αυτός όμως διαπίστωσε πως εκείνη γνώριζε στην παραμικρή τους λεπτομέρεια πράγματα που ούτε εκείνος καλά καλά δεν ήξερε, όλα όσα μπορούσε κανείς να αποκομίσει από το δημόσιο με την ευκαιρία αυτού του θανάτου, αλλά πως επιπλέον προσπαθούσε να καταλάβει πώς να αποσπάσει από το κράτος ακόμα περισσότερα λεφτά (Τολστόι, 2023, σ. 65).

Φυσικά, ο ίδιος ο Ιβάν Ιλίτς δεν ήταν άμοιρος ευθυνών γι’ αυτήν την εξέλιξη στη ζωή του. Ο ίδιος έπεσε στην παγίδα τού γάμου, ελαφρά τη καρδία, χωρίς πολλή πολλή σκέψη – όπως το κάνει κι η πλειοψηφία των ανθρώπων, – με μόνα του κριτήρια τα γνωστά, πανανθρώπινα, επιφανειακά κριτήρια της επιδίωξης της ευχαρίστησης και της παντί τρόπω προώθησης του εαυτού, του εγώ: “Ο Ιβάν Ιλίτς παντρεύτηκε με το εξής διπλό σκεπτικό: έκανε κάτι ευχάριστο για τον εαυτό του με το να κερδίσει μια τέτοια γυναίκα και συγχρόνως έκανε ό,τι θεωρούσαν σωστό οι υψηλά ιστάμενοι” (Τολστόι, 2023, σ. 76). Διότι ο πυρήνας τού αποκομμένου από την κοσμική εμμένεια εγώ, του εαυτού, αυτός ακριβώς είναι: μια ακατάπαυστη, ακόρεστη επιδίωξη του ευχάριστου, του περισσότερο και, σε κάθε περίπτωση, του κοινωνικά αποδεκτού. Και το κοινωνικά αποδεκτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προβολή σε εξωτερικό επίπεδο του ψυχολογικού μηχανισμού που ονομάζουμε εγώ:

Το άτομο που ζει τη ζωή του σύμφωνα με τα πρότυπα της κοινωνίας για τη δική του ασφάλεια, κοινωφελῶς φιλοψυχῶν,[2] ‘προσκολλημένο στη ζωή’ κατά έναν κοινωνικά χρήσιμο τρόπο, αυτό το άτομο, που έχει αντιληφθεί ότι η ελευθερία τού να είναι κανείς στη ζωή σκλάβος προσφέρει ασφάλεια σ’ όποιον γνωρίζει πώς τοῖς κρατοῦσιν εἰκαθεῖν, πώς δηλαδή ‘να υποτάσσεται σ’ εκείνους που έχουν τη δύναμη’ και το οποίο έχει προσαρμοσθεί απολύτως στα κοινωνικά πρότυπα, φθονεί αυτά ακριβώς τα πρότυπα, επειδή αναγνωρίζει σ’ αυτά τη δική του αδυναμία που το οδήγησε στο να τα εμπιστευτεί˙ τα φθονεί ακριβώς όπως φθονεί κι ο πιστωτής την υποσχετική του επιστολή, διότι αφ’ ης στιγμής την αποδέχθηκε κι έβαλε σ’ αυτήν ενέχυρο τα περιουσιακά του στοιχεία, ολόκληρη η ζωή του εξαρτάται πλέον απ’ αυτό το μικρό κομμάτι χαρτί. Κι οι δυο τους είναι προσκολλημένοι – ο δεύτερος στο χαρτί, ο πρώτος στα κοινωνικά πρότυπα – όπως ακριβώς κι ένας ναυαγός προσκολλάται στο σωσίβιό του, όχι από αγάπη για το ίδιο το σωσίβιο, αλλά προκειμένου να εξασφαλίσει τη δική του σωτηρία. Το ίδιο κι οι άνθρωποι που έχουν αποδεχθεί την υποσχετική επιστολή τής κοινωνίας: τη σφίγγουν με τα μουδιασμένα τους δάχτυλα – ή με την αταλάντευτη προσήλωσή τους στις αρχές τους – κι έτσι εξηγείται και το οργισμένο τους βλέμμα προς τις γνώμες των άλλων, προς τη στάσιν, τη ‘σταθερότητα’ της κάθε πίστης η οποία θα μπορούσε δυνητικά να ἐπεγείρῃ στάσιν τινά, ‘να υποδαυλίσει την επανάσταση,’ προς κάθε πράξη δηλαδή η οποία θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί ανατρεπτική (Michelstaedter, 2004, p. 118).       

Η κοινωνία των ανθρώπων έχει κατασκευαστεί από τους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι από την κοινωνία. Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Το ότι η κοινωνία είναι βαθιά ανήθικη κι εκφυλισμένη οφείλεται στο ότι ο αποκομμένος από την κοσμική συνέχεια άνθρωπος είναι ο ίδιος μέσα του βαθιά ανήθικος κι εκφυλισμένος. Κι αφού πρώτα έχει κατασκευάσει αυτήν την εκφυλισμένη κοινωνία, βρίσκεται στη συνέχεια παγιδευμένος μέσα στο ίδιο το πλέγμα των σχέσεων που αυτός ο ίδιος έχει προβάλει στο εξωτερικό του περιβάλλον. Η κοινωνία δεν είναι τίποτε περισσότερο από το πιστό απείκασμα της εσωτερικής χαρακτηροδομής τού ανθρώπινου ζώου. Και τότε ο άνθρωπος προσπαθεί ν’ απελευθερωθεί από το απείκασμα αυτό και αγωνίζεται και μάχεται, αλλά φυσικά, εις μάτην. Διότι στην ουσία παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό – ακόμη χειρότερα: με τη σκιά του.

Ορμώμενοι αποκλειστικά και μόνο από τις προβολές τής σκέψης μας για ευχαρίστηση, απόλαυση κι ασφάλεια, δημιουργούμε οι ίδιοι τις παγίδες μας – εσωτερικά κι εξωτερικά, – για να διαπιστώσουμε στη συνέχεια ότι έχουμε φυλακιστεί σε κάποιες νέες φυλακές, τις οποίες επιμένουμε ακόμη να θεωρούμε εξωτερικά δοσμένες, όταν στην πραγματικότητα είναι αποκλειστικά και μόνο δικής μας έμπνευσης και κατασκευής. Εισπράττουμε αυτό που έχουμε προβάλει προς τα έξω. Η μεγέθυνση του δικού μας εγώ, ωστόσο, είναι νομοτελειακά καταδικασμένη να συγκρούεται με τη μεγέθυνση του εγώ όλων των υπολοίπων ανθρώπων. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι μια αέναη σύγκρουση του ενός εαυτού με όλους τους άλλους εαυτούς.

Μια φορά όμως η γυναίκα του άρχισε να τον βρίζει τόσο ορμητικά με τέτοια παλιόλογα, και συνέχισε τόσο επίμονα να τον μαλώνει κάθε φορά που δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της έχοντας ολοφάνερα αποφασίσει να μη σταματάει μέχρι να τον δει να υποτάσσεται, δηλαδή μέχρι να τον κάνει να καθίσει στο σπίτι και να πλήττει όπως η ίδια, που ο Ιβάν Ιλίτς τρόμαξε. Κατάλαβε πως η συζυγική ζωή – τουλάχιστον με τη γυναίκα του – δεν συνάδει πάντα με τις απολαύσεις και τις ευχάριστες πλευρές της ζωής, παρά, αντιθέτως, συχνά τις καταστρέφει και πως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητο να προστατευτεί κανείς από αυτές τις καταστροφές (Τολστόι, 2023, σ. 77).

Ο Ιβάν Ιλίτς δεν προσχώρησε φυσικά στον γάμο από αγάπη για την Πρασκόβια Φιόντοροβνα, αλλά από αγάπη για τον εαυτό του. Πολύ λογικό που ό,τι εισέπραξε στην πορεία δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την αγάπη. Κι η Πρασκόβια Φιόντοροβνα όμως, από τα ίδια ακριβώς κίνητρα οδηγήθηκε στον γάμο. Αλλά και τα παιδιά του, διαπαιδαγωγημένα με τις ίδιες εγωιστικές ‘αξίες’ που τα εμφύσησαν οι γονείς τους, εκ των πραγμάτων επρόκειτο ν’ αντιμετωπίσουν τον πατέρα τους, τον Ιβάν Ιλίτς, ως ένα ξένο σώμα, ως κάτι το εχθρικό˙ στην καλύτερη περίπτωση, ως την πιο αξιόπιστη πηγή χρημάτων, τα οποία χρειάζονταν για την ικανοποίηση της προσωπικής τους ματαιοδοξίας και του ναρκισσισμού τους, για την επίτευξη των δικών τους ονείρων καταξίωσης στην κοινωνική αρένα:

Μπήκε η κόρη του καλοντυμένη, με ξεσκέπαστο το νεανικό της κορμί, όταν το δικό του τον έκανε τόσο να υποφέρει. Κι εκείνη επιδείκνυε το δικό της. Δυνατή, υγιής, ολοφάνερα ερωτευμένη και ενοχλημένη από την αρρώστια του, από τα μαρτύριά του και τον θάνατο που έμπαιναν εμπόδιο στην ευτυχία της (Τολστόι, 2023, σ. 137).

Και τότε, απογοητευμένος από τις φυλακές που ο ίδιος έχει κατασκευάσει για τον εαυτό του και στις οποίες ασύνετα παγιδεύθηκε, ο άνθρωπος προσπαθεί να περιχαρακωθεί ακόμη πιο πολύ, ν’ απομονωθεί, να κατασκευάσει κι άλλους περιφραγμένους ιδιωτικούς χώρους, άλλου τύπου φυλακές και να κλειστεί τώρα σ’ αυτές, ελπίζοντας ξεροκέφαλα ότι εκεί, επιτέλους, θα βρει την ελευθερία και την αδιατάρακτη ευδαιμονία που αναζητεί:

Με τη γέννηση του μωρού, τις προσπάθειες να το ταΐσει και τις διάφορες αποτυχίες σε αυτή τη διαδικασία, με τις πραγματικές και κατά φαντασίαν ασθένειες του μωρού και της μητέρας, κατά τις οποίες απαιτούσαν από τον Ιβάν Ιλίτς να συμμετέχει παρότι δεν είχε ιδέα σχετικά, η ανάγκη του Ιβάν Ιλίτς να περιφράξει για τον εαυτό του έναν κόσμο εκτός οικογένειας έγινε ακόμα πιο επιτακτική… Άρχισε να αγαπάει περισσότερο τη δουλειά του κι έγινε πιο φιλόδοξος από πριν (Τολστόι, 2023, σ. 78).

Έχοντας συναντήσει τη σύγκρουση, τον κορεσμό και την πλήξη στο ένα παιχνίδι, στρέφεται τώρα γεμάτος ελπίδα σε κάποιο άλλο, και απαιτεί απ’ αυτό ό,τι δεν κατάφερε να του προσφέρει το πρώτο: ευχαρίστηση, απόλαυση, σταθερότητα, ασφάλεια, τόνωση του εγώ του. Η ίδια η φύση τού εγώ είναι να είναι μονίμως δέσμιο της ελπίδας και της πίστης. Κι όμως, εξαιτίας ακριβώς της ελπίδας είναι που υποφέρει, από την αρχή μέχρι το τέλος: “Το ανθρώπινο μυαλό απατάται μονίμως από τις ελπίδες του και είναι πάντα έτοιμο να πέσει και πάλι θύμα τής απάτης τής ελπίδας, μονίμως απογοητευμένο από την ελπίδα και πάντα έτοιμο ν’ απογοητευθεί ξανά απ’ αυτήν, σε τέτοιο σημείο που, ακόμη και στην ίδια την πράξη τής ύστατης απελπισίας ενός ανθρώπου, που είναι η πράξη τής αυτοκτονίας, όχι μόνο παραμένει ακόμη ανοιχτό απέναντι στην ελπίδα, αλλά είναι και απολύτως υποδουλωμένο σ’ αυτήν” (Leopardi, 2013, p. 1377). Κι ένα ακόμη από τα πολλά παιχνίδια που παίζει στον άνθρωπο η ελπίδα είναι κι αυτό της δουλειάς, της καριέρας, της εξουσίας, της επιτυχίας:

Το βασικό ήταν πως ο Ιβάν Ιλίτς είχε την υπηρεσία του. Στον κόσμο της υπηρεσίας επικεντρωνόταν γι’ αυτόν όλο το νόημα της ζωής. Και το νόημα αυτό τον απορροφούσε. Η συναίσθηση του μεγέθους της εξουσίας του, της δυνατότητας να αφανίσει οποιονδήποτε θα του ερχόταν η διάθεση να αφανίσει, η σπουδαιοφάνεια, ακόμα κι αυτή, η εξωτερική, όταν έμπαινε στο δικαστήριο και κατά τις συσκέψεις με τους κατωτέρους του, η επιτυχία του απέναντι σε υφισταμένους και προϊσταμένους, και κυρίως η μαεστρία του στον τρόπο που χειριζόταν τις υποθέσεις του, κάτι που το ένιωθε, όλα αυτά τον χαροποιούσαν, και μαζί με τις συζητήσεις με τους συναδέλφους του, μαζί με τα γεύματα και τα χαρτιά γέμιζαν τη ζωή του (Τολστόι, 2023, σσ. 80-81).

Και το πληγωμένο εγώ αναδιπλώνεται˙ απέτυχε να επιβεβαιώσει τον εαυτό του σ’ έναν τομέα, προσπαθεί να τον επιβεβαιώσει σε κάποιον άλλον˙ αποπειράται διαρκώς να επιβεβαιωθεί και να γεμίσει το κενό του. Κάθε προσπάθειά του, ωστόσο, είναι καταδικασμένη να έρθει σε σύγκρουση με τις αντίστοιχες προσπάθειες εκατομμυρίων άλλων εγώ, στο ίδιο μάταιο κυνήγι τής επιτυχίας, της εξουσίας, της ευχαρίστησης και της επίπλαστης ασφάλειας: “Ο Ιβάν Ιλίτς περίμενε μια θέση προέδρου σε μια πόλη με πανεπιστήμιο, αλλά τον πρόλαβε με κάποιον τρόπο ο Γκρόππε και του πήρε τη θέση. Ο Ιβάν Ιλίτς στενοχωρήθηκε, άρχισε να τον κατηγορεί και αυτόν και τους προϊσταμένους του. Ψυχράνθηκαν μαζί του και στις επόμενες μεταθέσεις τον παρέκαμψαν και πάλι” (Τολστόι, 2023, σ. 82). Ο δρόμος τού αποκομμένου εγώ με τις κίβδηλες εικόνες του τής ευχαρίστησης και της επιτυχίας είναι με μαθηματική ακρίβεια ο δρόμος της σύγκρουσης και της απογοήτευσης.

Κι όμως, όσο ακόμη το επιτρέπει η ηλικία κι υπάρχουν τα κατάλληλα αποθέματα ενέργειας, το πληγωμένο εγώ γρήγορα θ’ αναδιπλωθεί και πάλι, θα προβάλει τις νέες εικόνες ευχαρίστησης κι επιβεβαίωσής του και θα ριχτεί ξανά, με μεγαλύτερη ζωτικότητα από πριν, στο κυνήγι τής επίτευξής τους:

Ύστερα από μια άυπνη νύχτα, την οποία ο Ιβάν Ιλίτς πέρασε περπατώντας πέρα δώθε στη βεράντα, αποφάσισε να πάει στην Πετρούπολη να μιλήσει, και για να τιμωρήσει όλους όσους δεν μπόρεσαν να τον εκτιμήσουν, να πάει σε άλλο υπουργείο.

Την επόμενη μέρα, παρά τις ενστάσεις της γυναίκας και του κουνιάδου του, έφυγε για την Πετρούπολη (Τολστόι, 2023, σ. 83).

Μικρές αλλαγές εδώ κι εκεί, αλλαγή υπουργείων και θέσεων, δραστηριοτήτων κι ενδιαφερόντων, κοινωνικών κύκλων και συναναστροφών, μια διαρκής σπατάλη ενέργειας κι όμως, στο βάθος, το ίδιο πάντα διψασμένο για μεγέθυνση, επέκταση κι ικανοποίηση μικροαστικό εγώ.

Τώρα ο θεός τής κατανάλωσης και των υλικών αγαθών παρουσιάζεται στο μικρό εγώ ως η νέα του μεγάλη ευκαιρία για ταύτιση κι επιβεβαίωση:

Στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς ό,τι συμβαίνει σε όλους τους όχι και πολύ πλούσιους που όμως θέλουν να δείχνουν πλούσιοι και γι’ αυτόν τον λόγο μοιάζουν μεταξύ τους: τα υφάσματα, το μαόνι, τα λουλούδια, τα μπρούτζινα αντικείμενα, τα σκούρα κι αστραφτερά χρώματα, όλα ήταν έτσι όπως αυτά που προμηθεύονται οι άνθρωποι συγκεκριμένων κύκλων για να μοιάζουν με όλους τους ανθρώπους των γνωστών οικογενειών. Έτσι είχε το πράγμα και γι’ αυτόν, τόσο που δεν ήταν να δίνεις καν σημασία˙ για τον ίδιο όμως ήταν κάτι το ιδιαίτερο.

Όταν παρέλαβε τους δικούς του από τον σταθμό και τους έφερε στο νέο ολόφωτο σπίτι και ένας υπηρέτης με άσπρο μαντίλι στον λαιμό τους άνοιξε την εξώπορτα προς το στολισμένο με λουλούδια χολ κι ύστερα μπήκαν στο σαλόνι και στο γραφείο, έκαναν όλοι “αχ” από την ικανοποίησή τους. Εκείνος ένιωσε τότε μεγάλη ευτυχία, τους ξενάγησε παντού, ικανοποιημένος με τους επαίνους τους, λάμποντας από τη χαρά του” (Τολστόι, 2023, σσ. 88-89).

Ούτε για μια στιγμή το μικρό εγώ δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί το πόσο περιορισμένο είναι, ακριβώς επειδή αποτελεί το προϊόν μιας θεμελιώδους απόσχισης, μιας διάσπασης από ένα όλον, από μια συνέχεια που περιλαμβάνει όλους τους άλλους έμβιους οργανισμούς και την ανόργανη ύλη, εκτός απ’ αυτό το ίδιο. Διαισθανόμενο, ωστόσο, τον τραγικό περιορισμό του, επιδίδεται σ’ έναν ακατάπαυστο, αυτοκαταστροφικό αγώνα επέκτασης και μεγέθυνσης, μέχρι την τελική του εξάντληση κι οριστική του πτώση. Διότι, φευ: τη μεγέθυνση και την επέκτασή του αυτή την αναζητεί μόνο σε εικόνες, τις οποίες αυτό το ίδιο προβάλλει στον εαυτό του, σ’ ένα μάταιο και θλιβερά επαναλαμβανόμενο παιχνίδι ψευδαισθήσεων κι επιφανειακοτήτων. Και είναι ακριβώς η επιφανειακότητα του εγώ που το οδηγεί στις κάθε είδους ταυτίσεις με πρόσωπα και πράγματα, στις εμμονικές του προσκολλήσεις στο διαρκώς μεταβαλλόμενο αντικείμενο των επιθυμιών του. Κυνηγώντας μηχανικά – χωρίς ποτέ να έχει πραγματική συνείδηση των βαθύτερων κινήτρων του – τις ελπίδες, τις επιθυμίες και τους στόχους του, χωρίς ποτέ να εξετάζει το κατά πόσο είναι όντως πραγματικοί και χρήσιμοι ή ιδεατοί, ανύπαρκτοι κι επικίνδυνοι, ο εαυτός επιβεβαιώνει ξανά και ξανά τη βαθύτερη ουσία του: την επιφανειακότητά του. Και ο κύκλος τού φόβου, του κενού και της απελπισίας διαιωνίζεται:

Αυτός [ο αδύναμος οργανισμός] δεν ζει τα πράγματα σε όλο τους το βάθος, αλλά αναγνωρίζει σ’ αυτά μόνο τις επιφανειακές τους σχέσεις, τον μικρόκοσμό τους. Και, όσο πιο μικρός είναι αυτός ο κόσμος, τόσο πιο αδιάφορος, τόσο πιο εύκολο ν’ αναπαραχθεί και να μεταφυτευθεί σε άλλα, διαφορετικά πράγματα. Κάποιος παίρνει ένα ψάρι και λίγο νερό από το μέρος όπου ζούσε και το πετάει μέσα σε κάποιο άλλο μέρος με νερό˙ παίρνει ένα φυτό, όχι γυμνό, με τις ρίζες του, αλλά μαζί με λίγο από το χώμα του και το τοποθετεί σ’ ένα βάζο˙ ή παίρνει έναν άνθρωπο, μαζί με τα μέσα επιβίωσής του και τον κάνει ό,τι θέλει αυτός. Όποιος δεν ζει με πειθώ,[3] είναι νομοτελειακά καταδικασμένος να υπακούει μονίμως, διότι ήδη έχει υπακούσει μια φορά, στην αρχή. Πρὸς τὸν βίον παντοῖος γίγνεται φιλοψυχίᾳ πειθόμενος ὃστις ὁρμᾶται ἂνευ πειθοῦς, “Στον δρόμο προς τη ζωή, εκείνος που ζει χωρίς πειθώ, μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, διότι διαρκώς υπακούει στον φόβο τού θανάτου.” Αυτό οι άνθρωποι πολύ συχνά το αποκαλούν πραότητα, καλοσύνη, ακόμη κι υπεροχή έναντι του κόσμου ή γνώση αυτού τού κόσμου κι όμως, δεν είναι τίποτε περισσότερο από την επιφανειακότητα εκείνων που λειτουργούν χωρίς λογική σε ό,τι κάνουν, εκείνων που παρατηρούν απλώς τον εαυτό τους να κάνει μηχανικά αυτά που κάνει, χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά γιατί ήθελαν τα πράγματα που ήθελαν, χωρίς να έχουν ποτέ στα χέρια τους την ίδια τη δύναμη αυτών των πραγμάτων, αλλά και χωρίς να είναι επαρκείς ώστε ν’ αντέξουν την απώλειά τους. Αντιθέτως, βλέπουν τον εαυτό τους να εξάγει τη μικρή του ζωή απ’ αυτά τα πράγματα. Μόνο ο φόβος τής δικής τους συνέχισης τούς ωθεί να τ’ ανταλλάξουν στο τώρα, όπως ακριβώς γραπώθηκαν απ’ αυτά και πριν, τότε που υποτάχθηκαν καταρχάς στον φόβο, εξαιτίας της δικής τους ανεπάρκειας (Michelstaedter, 2004, pp. 34-35). 

Το ζητούμενο για το εγώ είναι η ακατάπαυστη δραστηριότητα˙ το εγώ είναι η πιο αεικίνητη – ιδεατή – οντότητα που γνωρίζουμε˙ η παύση τής κίνησής του ακόμη και για την πιο απειροελάχιστη μονάδα τού χρόνου, σημαίνει τη βύθισή του στη μεγαλύτερη δυνατή απελπισία˙ θα μπορούσε να σημάνει ακόμη και το τέλος του˙ κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος του: η ανυπαρξία του˙ το εγώ, ο εαυτός, ενδιαιτώνται στην επικράτεια του χρόνου˙ ακριβώς γι’ αυτό, η παύση τού χρόνου θα σήμαινε το άδειασμα της ανθρώπινης συνείδησης από το ίδιο το περιεχόμενό της, το οποίο δεν είναι τίποτε παραπάνω απ’ αυτό το εγώ˙ η κάθε επιθυμία, ακόμη κι όταν ικανοποιηθεί – τρόπος τού λέγειν, διότι εξ’ ορισμού η επιθυμία[4] δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί ποτέ – αντικαθίσταται από τη διάδοχή της επιθυμία. Κι η όλη διαδικασία πρέπει πάση θυσία να συνεχιστεί αδιάκοπα, ad infinitum.

Μόλις ο Ιβάν Ιλίτς κι η οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στο καινούριο, πολυτελές σπίτι τους, ο μηχανισμός τής επιθυμίας τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία, κάνοντας αισθητό και πάλι το χαρακτηριστικό κενό τού ανικανοποίητου, προβάλλοντας νέες εικόνες μιας καλύτερης ζωής, κάπου στο μέλλον, φέρνοντας εκ νέου απογοήτευση κι ανησυχία:

Άρχισαν λοιπόν να ζουν στη νέα τους κατοικία – στην οποία, όπως πάντα όταν τακτοποιείται κανείς κανονικά, έλειπε ένα δωμάτιο όλο κι όλο – και με τα νέα τους χρηματικά μέσα – από τα οποία, όπως πάντα έλειπε κάτι λίγο, περί τα πεντακόσια ρούβλια – ήταν όλα πολύ καλά. Ιδιαίτερα καλά ήταν τον πρώτο καιρό, όταν ακόμη δεν είχαν μπει όλα στη θέση τους κι έπρεπε να φτιάξουν ακόμα πράγματα: το ένα να το αγοράσουν, το άλλο να το μετακινήσουν, το τρίτο να το τακτοποιήσουν. Παρόλο που ανάμεσα στους συζύγους υπήρχαν ορισμένες ασυμφωνίες, ήταν κι οι δυο τους τόσο ικανοποιημένοι, που τα πάντα έληγαν χωρίς μεγάλους καβγάδες. Όταν πια δεν είχαν τίποτα να φτιάξουν, επικράτησε μια μικρή πλήξη και κάποιο κενό, έκαναν όμως τις γνωριμίες τους τότε, ήρθε κι η ρουτίνα, η ζωή τους γέμισε (Τολστόι, 2023, σ. 89).

Ανίκανο ν’ αντιληφθεί τη βαθύτερη, ακόρεστη φύση τού μηχανισμού τής επιθυμίας, το εγώ μετακινείται από τον ένα μικρο-στόχο στον άλλο, από το ένα άχρηστο αντικείμενο στο άλλο, από τη μια ματαιοδοξία στην άλλη, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς το γιατί, χωρίς να κατανοεί ποτέ το ατελέσφορο κι ανούσιο αυτών των στόχων, την αδυναμία τους να του παράσχουν τη μόνιμη ευχαρίστηση κι ευδαιμονία που αναζητά, κινούμενο απλώς και μόνο από την τυφλή παρόρμηση της επιθυμίας που το ωθεί σε ακατάπαυστη, πυρετώδη δράση. Ένας περιεκτικός ορισμός τού ανθρώπου θα μπορούσε να είναι ‘το ζώο που, όσο ζει, υποφέρει’:

Διότι από τον άνθρωπο, όπως κι από τον κάθε ζωντανό οργανισμό, δεν είναι δυνατόν ποτέ ν’ αφαιρεθεί το στοιχείο τής τελείωσης της ζωής, δηλαδή η ευτυχία, τουλάχιστον όχι χωρίς να πάρει τη θέση της ο πόνος κι η δυστυχία. Και, μεταξύ της ευτυχίας και της δυστυχίας, δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση. Αυτή [η ευτυχία] είναι ο αναγκαίος, ο διαρκής, ο διηνεκής στόχος τής κάθε πράξης, σε εξωτερικό ή εσωτερικό επίπεδο, ολόκληρης της ζωής τού ζώου. Κι όσο δεν την κατακτά, το ζώο είναι δυστυχισμένο˙ κι αυτό ακριβώς συμβαίνει σε καθεμιά από τις στιγμές εκείνες κατά τις οποίες, ενώ επιθυμεί αυτόν τον στόχο, δηλαδή τη χωρίς όριο ευτυχία, πράγμα το οποίο άλλωστε κάνει διαρκώς στη ζωή του, τελικά δεν την κατακτά ποτέ, και βλέπει τον εαυτό του αναγκασμένο να τη στερηθεί, όπως και τη στερείται άλλωστε μονίμως. Κι έτσι, ο άνθρωπος μπορεί να είναι βέβαιος ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε μια μέρα στη ζωή του, όχι μια μέρα, αλλά ούτε μια στιγμή, δίχως να υποφέρει. Και πράγματι, ολόκληρη η ζωή, από τη φύση της την ίδια, η οποία βεβαίως είναι απαρασάλευτη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαδοχή αναπόφευκτων πόνων, και κάθε στιγμή από την οποία αποτελείται είναι κι αυτή μόνο πόνος (Leopardi, 2013, p. 1488).

Και το ανόητο, εγωκεντρικό παιχνίδι των ταυτίσεων του κατακερματισμένου, του αποκομμένου κι ανέστιου ανθρώπινου ζώου αναπαράγεται και συνεχίζεται ες αεί. Έχοντας εισπράξει μόνο απογοήτευση και δυσαρέσκεια από τα διάφορα παιχνίδια στα οποία έχει εμπλακεί – οικογένεια, δουλειά, κοινωνικοποίηση – γίνεται όλο και πιο αδιάφορο και κυνικό κι επιδίδεται σε ολοένα πιο επιφανειακές και ποταπές ασχολίες, σε νέα, εξίσου ανούσια και πληκτικά παιχνίδια: “Οι χαρές της υπηρεσίας ήταν χαρές αυταρέσκειας, οι χαρές οι κοινωνικές ήταν χαρές ματαιοδοξίας, οι πραγματικές όμως χαρές του Ιβάν Ιλίτς ήταν οι χαρές της χαρτοπαιξίας” (Τολστόι, 2023, σ. 93).

Στην ουσία βέβαια, πρόκειται πάντα για το ίδιο θλιβερό παιχνίδι: το εγώ δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να υπάρχει μια ελπίδα, το αντικείμενο μιας επιθυμίας, μια υπόσχεση χαράς κι ευτυχίας,τοποθετημένη πάντα κάπου στο μέλλον – είτε αυτό είναι η αμέσως επόμενη στιγμή, είτε κάποιο μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Αυτή είναι η ουσία τής βούλησης κατά Σοπενχάουερ[5] – της κινητήριας δύναμης κάθε έμβιου οργανισμού και του ανθρώπου, του τελευταίου μάλιστα κατά πραγματικά τραγικό τρόπο – που τον παρακινεί να παραμείνει στη ζωή και να μην αποχωρήσει απ’ αυτήν ηθελημένα:

Μέσα στην ασυγκίνητη αχλύ των πραγμάτων, ο θεός κάνει το πράγμα που επιθυμεί ο οργανισμός να φωτοβολεί˙ κι ο οργανισμός πασχίζει να το φτάσει, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό θα χορτάσει όλη του την πείνα, λες κι από το συγκεκριμένο αυτό πράγμα κρέμεται ολόκληρη η ζωή του: απόλυτη πειθώ. Όμως ο πανούργος θεός σβήνει το φως τού πράγματος ακριβώς τη στιγμή που η κατάχρησή του από τον οργανισμό θα καταργούσε τη χρησιμότητά του και το ζώο, χορτασμένο από αυτό το συγκεκριμένο πράγμα, στρέφεται προς άλλο φως, εκείνο προς το οποίο ο φιλεύσπλαχνος θεός στρέφει τώρα την προσοχή του. Κι ο οργανισμός πασχίζει να φτάσει αυτό το άλλο πράγμα, μ’ όλη του την ελπίδα, μέχρι που κι αυτό το φως σβήνει και πάλι, μόνο και μόνο για ν’ ανάψει ξανά σε κάποιο άλλο σημείο… Δεν προλαβαίνει το ζώο να νιώσει απογοητευμένο, επειδή νιώθει σαν κάποιος να του έχει κόψει βίαια το νήμα τής ζωής του, και το φως εμφανίζεται ξανά, ανηλεώς, σαν το φως τής αστραπής μια καλοκαιρινή νύχτα… Με τον τρόπο αυτό, καλοπιάνοντας το ζώο, προσφέροντάς του επιχειρήματα υπέρ της ίδιας του της ζωής, ο σοφός θεός το οδηγεί μέσα από το σκότος των πραγμάτων προς το δικό του φωτεινό μονοπάτι, έτσι ώστε το ζώο να συνεχίσει να ζει χωρίς ποτέ να φτάνει στη πειθώ του,– μέχρις ότου ένα οποιοδήποτε εμπόδιο θέσει τέλος στο θλιβερό παιχνίδι. Αυτός ο φιλεύσπλαχνος και συνετός θεός είναι ο θεός τής φιλοψυχίας,[6]το δε φως είναι η ευχαρίστηση (Michelstaedter, 2004, p. 20).

Ωστόσο, κάποτε έρχεται η στιγμή που ο θάνατος μας χτυπά αποφασιστικά την πόρτα. Βίος:[7] τῷ οὖν τόξῳ ὂνομα βίος, ἒργον δέ θάνατος, έχει πει ο Ηράκλειτος (Αξελός, 1974, σ. 240). Μέσα σ’ αυτό το διαρκές κυνήγι τής άπιαστης ευχαρίστησης κι ευτυχίας, μέσα στις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, τις τριβές και τους καβγάδες, πλαισιωμένες από ελάχιστες, φευγαλέες στιγμές απατηλής ευδαιμονίας, κάποια στιγμή ο Ιβάν Ιλίτς πέφτει και χτυπάει στο πλευρό του. Αυτό που αρχικά τού φαίνεται ως ένα ακίνδυνο χτύπημα, γρήγορα θ’ αποδειχθεί πως είναι κι η τυπική έναρξη της πορείας του προς τον θάνατο. Το τραύμα του είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ όσο νόμισε αρχικά. Μέρα με τη μέρα ο Ιβάν Ιλίτς πεθαίνει και μάλιστα, με τον πιο αγωνιώδη κι οδυνηρό τρόπο. Και μόνο μέσα απ’ αυτήν την οδυνηρή του πορεία προς το τέλος, θα καταλάβει ο Ιβάν Ιλίτς πως ολόκληρη η ζωή του δεν υπήρξε καθόλου ζωή, με την πραγματική, απτή έννοια του όρου, αλλά μάλλον μια κατ’ όνομα ‘ζωή,’ βασισμένη στην επιφανειακότητα, τον μικροαστισμό, τις κοινωνικές συμβάσεις με όλη την υποκρισία τους, κυνηγώντας μονίμως μιαν ανύπαρκτη (ιδεατή γαρ) ευτυχία. Μ’ άλλα λόγια, μια ζωή ρηχή, βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην κίβδηλη αλληλουχία των εικόνων που παράγει η ανθρώπινη σκέψη. Και τελικά, μια ζωή ενός σκλάβου κι όχι ενός ελεύθερου – και γι’ αυτό ευτυχισμένου, ίσως – ανθρώπου.

Ή μήπως αυτή ακριβώς η στρεβλή ‘ζωή’ – η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί το κοινό έδαφος όλων των ανθρώπων, με όλο της το ψέμα, την επιπολαιότητα, την απανθρωπιά και την κακία – υπήρξε κι ο λόγος που αρρώστησε ο Ιβάν Ιλίτς, πρώτα ψυχικά, και στη συνέχεια σωματικά;

Άλλες φορές όμως κάθε αποτυχία τον χτυπούσε δυνατά και τον βύθιζε στην απελπισία. Έλεγε μέσα του: Πάνω που είχα αρχίσει να αναρρώνω και το φάρμακο να πιάνει, και με βρήκε αυτή η καταραμένη ατυχία ή η αναποδιά… Και θύμωνε με την ατυχία του ή με τους ανθρώπους που του είχαν δημιουργήσει προβλήματα που τον σκότωναν, και ένιωθε αυτή την κακία να τον σκοτώνει. Δεν μπορούσε όμως να της ξεφύγει (Τολστόι, 2023, σ. 102).

Όπως και να ’χει το πράγμα, ανεξάρτητα από το στείρο παιχνίδι των αιτίων και του αιτιατού, το οποίο ούτως ή άλλως σε περιπτώσεις σαν αυτή του Ιβάν Ιλίτς δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά παρά μόνο σε μεγαλύτερη σύγχυση κι απελπισία, το γεγονός είναι ότι ο Ιβάν Ιλίτς πεθαίνει.

Και κανείς γύρω του δεν νοιάζεται, δεν τον λυπάται. Αυτό είναι το άλλο αδιαμφισβήτητο γεγονός, που τον τραβάει ακόμη πιο γρήγορα προς τον θάνατο:

Η άποψη της Πρασκόβια Φιόντοροβνα για την αρρώστια του άντρα της, μια άποψη που είχε εκφράσει τόσο απέναντι στους άλλους όσο και στον ίδιο, ήταν ότι για την αρρώστια αυτή έφταιγε ο ίδιος ο Ιβάν Ιλίτς και πως όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη που επιφύλασσε στη γυναίκα του. Ο Ιβάν Ιλίτς διαισθανόταν πως αυτό της έβγαινε αυθόρμητα, αλλά το συμπέρασμα αυτό δεν τον έκανε να νιώθει καλύτερα.

Στο δικαστήριο ο Ιβάν Ιλίτς παρατήρησε ή νόμισε πως παρατήρησε μια παράξενη στάση των άλλων απέναντί του: πότε του φαινόταν πως του έριχναν κρυφές ματιές, τον κοιτούσαν όπως κοιτάνε κάποιον που σύντομα θα τους άδειαζε τη γωνιά, πότε οι φίλοι του άρχιζαν να τον πειράζουν για τις φαντασιοπληξίες του, λες και αυτό το φρικτό, το τρομακτικό, το ανήκουστο που συνέβαινε μέσα στο σώμα του και τον απομυζούσε συνεχώς και τον τραβούσε ασταμάτητα κάπου, λες και ήταν το πιο κατάλληλο θέμα για καλαμπούρια (Τολστόι, 2023, σ. 105).

Και καμιά νέα ψεύτικη πίστη, καμιά δεισιδαιμονία δεν πρόκειται να τον βοηθήσει να αγνοήσει το αδυσώπητο γεγονός ενώπιον του οποίου έχει βρεθεί ξαφνικά:

Μια φορά, μια γνωστή του κυρία του μίλησε για τη θαυματουργή δράση των εικόνων. Ο Ιβάν Ιλίτς έπιασε τον εαυτό του να ακούει προσεκτικά και να αναλογίζεται αν ήταν αλήθεια. Αυτό το γεγονός τον τρόμαξε. Είναι δυνατόν να έχω τόσο χάσει το μυαλό μου; αναρωτήθηκε. Βλακείες! Όλα αυτά είναι ανοησίες, δεν πρέπει να παραδίδομαι σε ονειροπολήσεις, θα πρέπει να επιμείνω στη θεραπεία του ενός γιατρού που επέλεξα (Τολστόι, 2023, σ. 103).

Ούτε βεβαίως το ακατάσχετο παραλήρημα της σκέψης, το πιο κοινό ναρκωτικό τού ανθρώπου με το οποίο θωρακίζεται από τα γεγονότα, μπορεί να τον βοηθήσει. Τουναντίον, υπήρξε κι αυτό ένας από τους λόγους – ο πιο σημαντικός ίσως – εξαιτίας του οποίου παρέμεινε σ’ όλη του τη ζωή παγιδευμένος στην επιφάνεια των πραγμάτων και δεν κατάφερε ν’ αντικρύσει κανένα γεγονός ευθέως, χωρίς παραμορφώσεις, και να το κατανοήσει σ’ όλο του το βάθος:

Κι εκείνος ανακαλούσε τη μια μετά την άλλη, στη θέση αυτής της σκέψης άλλες σκέψεις, με την ελπίδα να βρει κάποιο στήριγμα. Προσπαθούσε να επιστρέψει στα παλιά μονοπάτια της σκέψης του, που παλιότερα κάλυπταν την ιδέα του θανάτου. Αλλά, τι παράξενο, όλα αυτά που παλιότερα κάλυπταν, έκρυβαν, εξαφάνιζαν την επίγνωση του θανάτου δεν είχαν την ίδια επίδραση τώρα (Τολστόι, 2023, σ. 117).

Ακόμη και το πιο ισχυρό προπέτασμα κατά της φοβερής ιδέας τού θανάτου που κατασκευάζει η σκέψη, η αναθύμηση των παιδικών χρόνων, δεν λειτουργεί πια. Τίποτε δεν είναι δυνατόν να κρύψει την επίγνωση του θανάτου που πλησιάζει, βρίσκεται ήδη προ των πυλών:

Εκείνος όμως δεν ήταν ο Κάιος[8] και δεν ήταν γενικώς άνθρωπος παρά ήταν πάντα μια εντελώς, μα εντελώς ιδιαίτερη ύπαρξη σε σχέση με όλους τους άλλους. Ήταν ο Βάνια, με τη μαμά, τον μπαμπά του, με τον Μίτια και τον Βολόντια, με τα παιχνίδια του, τον αμαξά, την νταντά του, μετά με την Κάτιενκα, με όλες τις χαρές, τις λύπες, τους ενθουσιασμούς της παιδικής ηλικίας, της εφηβικής ηλικίας, της νιότης. Είναι δυνατόν ο Κάιος να ένιωθε το ίδιο άρωμα από τη δερμάτινη ριγέ μπαλίτσα που τόσο αγαπούσε ο Βάνια; Είχε ποτέ ο Κάιος φιλήσει το χέρι της μητέρας του και είχαν ποτέ θροΐσει οι πιέτες του φορέματός της έτσι όπως είχαν θροΐσει γι’ αυτόν; Είχε ποτέ επαναστατήσει στη νομική σχολή για το πιροσκί; Ήταν ποτέ ο Κάιος τόσο ερωτευμένος όσο αυτός; Ήξερε να διευθύνει συσκέψεις σαν κι αυτόν; Ο Κάιος ήταν πράγματι θνητός, οπότε έπρεπε να πεθάνει, αλλά για μένα, τον Βάνια, τον Ιβάν Ιλίτς, με όλα μου τα αισθήματα και τις σκέψεις, για μένα ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό. Και δεν γίνεται να πρέπει να πεθάνω. Θα ήταν φρικτό (Τολστόι, 2023, σσ. 115-116).

Ακόμη λιγότερο θα ήταν ικανή η δουλειά του, στην οποία αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος τής ζωής του και στην οποία εναπόθεσε τις περισσότερες ελπίδες του όσο ήταν υγιής, την ύστατη αυτή στιγμή, να του προσφέρει το ‘παραβάν’ που χρειάζεται εναγωνίως για να κρυφτεί από τον θάνατο:

Εκείνος ανακτούσε την ψυχραιμία του, προσπαθούσε να συνέλθει, τελείωνε όπως όπως τη δίκη και επέστρεφε στο σπίτι με την επίγνωση πως το λειτούργημά του ως δικαστή δεν ήταν πια σε θέση να του αποκρύψει αυτό που δεν ήθελε να δει, ότι δεν θα σωζόταν από τη δουλειά του (Τολστόι, 2023, σ. 118).

Όπως και κανένα άλλο ‘παραβάν,’ απ’ αυτά που χρησιμοποίησε μια ζωή, δεν είναι ικανό να τον λυτρώσει από τον επερχόμενο θάνατο:

Και για να σωθεί από αυτή την κατάσταση, ο Ιβάν Ιλίτς αναζητούσε παρηγοριά, άλλα παραβάν για να κρυφτεί, και για λίγο καιρό φάνηκε να τον σώζουν, μα την ίδια στιγμή γίνονταν κομμάτια, ή μάλλον γίνονταν όλα διαφανή, λες κι αυτός ο πόνος τα διαπερνούσε όλα και τίποτα δεν μπορούσε να τον κρύψει (Τολστόι, 2023, σ. 118).

Κι όμως, πολύ πιθανόν να ήταν ακριβώς αυτά τα πολυάριθμα ‘παραβάν’ πίσω από τα οποία κρύφτηκε μια ζωή, αυτά τα οποία τελικά όντως τον έκρυψαν από τη ζωή, δίνοντάς του ταυτόχρονα την ψευδή εντύπωση ότι του είχαν κρύψει μια για πάντα τον θάνατο:

Εκείνο τον τελευταίο καιρό τύχαινε να μπαίνει μερικές φορές στο σαλόνι που είχε ο ίδιος διακοσμήσει, σε εκείνο το σαλόνι όπου είχε πέσει, για τη διακόσμηση του οποίου – πόσο δηλητηριώδης και γελοία ήταν αυτή η σκέψη! – είχε θυσιάσει τη ζωή του, επειδή ήξερε ότι η ασθένειά του είχε αρχίσει με εκείνη την πτώση στο σαλόνι (Τολστόι, 2023, σσ. 118-119).

Ο Ιβάν Ιλίτς, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, εν αγνοία του, θέλησε ν’ αποκτήσει μια ταυτότητα, ένα εγώ, μια ζωή για τον εαυτό του, όμως την αναζήτησε στα πράγματα και στις ιδέες και μέσα απ’ αυτήν τη φετιχιστικού χαρακτήρα αντιμετώπιση της ζωής, έχασε στο τέλος και τον εαυτό του και τη ζωή του, ενώ παράλληλα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, προσκαλούσε ανά πάσα στιγμή επίμονα τον θάνατο:

Αλλά ο άνθρωπος απαιτεί από τα πράγματα, σε κάποιον μελλοντικό χρόνο, αυτό που ο ίδιος δεν έχει μέσα του: την κατοχή τού ίδιου του εαυτού του κι έτσι όπως είναι μονίμως απασχολημένος με το μέλλον, δραπετεύει από τον εαυτό του σε κάθε παρόν. Και βρίσκεται μονίμως σε διαφωνία με όλα τα πράγματα που είναι διαφορετικά απ’ αυτόν, όπως είναι κι αυτός διαφορετικός από τον ίδιο του τον εαυτό, κινούμενος στην τροχιά τού χρόνου. Αυτό που επιθυμεί υπάρχει ήδη μέσα του, όμως αυτός, επιθυμώντας τη ζωή διαρκώς, στην πραγματικότητα απομακρύνει τον εαυτό του από τον εαυτό του: δεν ξέρει τι είναι αυτό που επιθυμεί. Ο σκοπός του δεν είναι ο δικός του σκοπός, ούτε και γνωρίζει γιατί κάνει ό,τι κάνει: η δραστηριότητά του είναι παθητική, διότι δεν είναι σε θέση να κατέχει τον εαυτό του, όσο εκείνη η απαραμείωτη, ερεβώδης δίψα για ζωή, παραμένει μέσα του. Η πειθώ δεν ζει μέσα σ’ εκείνον ο οποίος δεν αντλεί τη ζωή του από τον ίδιο του τον εαυτό (Michelstaedter, 2004, p. 11).

Τελικά, έστω και με επώδυνο τρόπο, ο Ιβάν Ιλίτς θ’ αρχίσει ν’ αντιλαμβάνεται, ότι η μόνη μας επιλογή απέναντι στον θάνατο, είναι ίσως το να τον αντικρύσουμε ως αυτό ακριβώς που είναι: ένα γεγονός. Κάθε προσπάθεια διαφυγής μας με τα φτηνά και παιδαριώδη εργαλεία τής σκέψης μας είναι μάταιη και μόνο ενδυναμώνει τον πόνο της απώλειας και του οριστικού τέλους: μνήμες, αναπολήσεις, νοσταλγικές περιπλανήσεις σ’ ένα μακρινό παρελθόν, νέες ταυτίσεις και προσκολλήσεις, αυτολύπηση, συνειδητές απόπειρες παρεκτροπής τής σκέψης σε θέματα ευχάριστα – κάθε τέχνασμα αποφυγής τής τελικής μας αναμέτρησης με τον θάνατο είναι εκ προοιμίου καταδικασμένο ν’ αποτύχει. Στο τέλος, ο κάθε ετοιμοθάνατος βρίσκεται και πάλι ενώπιος ενωπίω μ’ αυτόν που τον παρατηρεί αδιαλείπτως, με θαυμαστή αλλά κι εκνευριστική προσήλωση, από τότε που θυμάται τον εαυτό του: τον παρατηρητή˙ “αυτόν”:

Πράγματι, εδώ, σε αυτήν εδώ την κουρτίνα, έχασα τη ζωή μου. Είναι δυνατόν; Πόσο φρικτό και ανόητο! Δεν είναι δυνατόν! Μπορεί να μην είναι δυνατόν, υπάρχει όμως.

Πήγε στο γραφείο του, ξάπλωσε και παρέμεινε πάλι μόνος του μαζί του, ενώπιος ενωπίω με αυτόν,[9] που δεν είχε τι να τον κάνει. Μόνο να τον κοιτάει και να παγώνει (Τολστόι, 2023, σ. 120).

Δεν είναι όμως η γυμνότητα του παρατηρητή λίγο πριν τον θάνατο, ούτε καν ο ίδιος ο θάνατος το μόνο βασανιστικό πράγμα κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής ενός ανθρώπου. Το πιο βασανιστικό ίσως είναι το ψέμα: εκείνη η λυσσαλέα επιμονή τής περσόνας μέχρι το τέλος˙ η περσόνα τού ίδιου του ετοιμοθάνατου:

Ο Ιβάν Ιλίτς θέλει να κλάψει, θέλει να τον χαϊδέψουν και να κλάψουν πάνω από το προσκέφαλό του, και να που εμφανίζεται ένας συνάδελφος, ο Σέμπεκ, και αντί να κλάψει και να παραπονεθεί, ο Ιβάν Ιλίτς παίρνει μια σοβαρή, αυστηρή, βαθυστόχαστη έκφραση και σαν από κεκτημένη ταχύτητα εκφράζει τη γνώμη του για μια απόφαση αναίρεσης, εμμένοντας στο θέμα πεισματικά. Αυτό το ψέμα γύρω του και μέσα του δηλητηρίασε περισσότερο από καθετί άλλο τις τελευταίες ημέρες του Ιβάν Ιλίτς (Τολστόι, 2023, σ. 128).

αλλά κι όλων των άλλων γύρω του:

Η στάση της απέναντι σε αυτόν και στην αρρώστια του ήταν πάντοτε η ίδια. Όπως ο γιατρός είχε αναπτύξει τη στάση του απέναντι στους αρρώστους του, την οποία δεν μπορούσε να εγκαταλείψει στιγμή, έτσι κι εκείνη είχε αναπτύξει μια στάση απέναντί του – ένα αγαπησιάρικο μάλωμα για το ότι έφταιγε ο ίδιος που δεν έκανε κάτι, αυτό που χρειαζόταν –, που δεν μπορούσε με τη σειρά της να την εγκαταλείψει (Τολστόι, 2023, σ. 134).

Κάθε περσόνα δημιουργείται από την λαχτάρα μας για γνώση,όταν στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε, και γι’ αυτό ακριβώς φοβόμαστε:

“Προσωπικά, καθώς βλέπετε, αντλώ μεγάλη ικανοποίηση απ’ αυτές τις θεωρητικού τύπου συζητήσεις και βρίσκω πραγματική χαρά στα κομψά ηθικά διλήμματα, κι ακόμη ακόμη επιτρέπω στον εαυτό μου την πολυτέλεια ν’ ανταλλάσσει με άλλους κάποιες παράδοξες προτάσεις. Αλλά ας μην μπερδευόμαστε – το κάθε πράγμα στον καιρό του και στην κατάλληλη περίσταση. Όποτε φοράω τη στολή εργασίας μου, φοράω μια άλλη περσόνα. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος οπωσδήποτε είναι ελεύθερος ενόσω εκτελεί την εργασία του. Ελεύθερος στο μυαλό και στο σώμα. Στον προθάλαμο του γραφείου μου αφήνω όλες τις προσωπικές μου απόψεις, τα συναισθήματα, τις ανθρώπινες αδυναμίες μου. Και μπαίνω στον ναό τού πολιτισμού για να εκτελέσω την εργασία μου με μια καρδιά που τη χαρακτηρίζει η αντικειμενικότητα! Και τότε νιώθω ότι συνεισφέρω κι εγώ στο μεγάλο έργο τού πολιτισμού, για το καλό όλης της ανθρωπότητας. Κι όλοι οι ιεροί θεσμοί μιλούν πλέον και μέσω του δικού μου στόματος. Σωστά δεν μιλώ; Ε;” (Michelstaedter, 2004, p. 105).

Όμως κι αυτήν την περσόνα, αυτήν τη ανθρώπινη μάσκα, το ψέμα, την ψευδαίσθηση – μ’ άλλα λόγια ολόκληρο τον εαυτό – ο θάνατος θα τον πάρει μαζί του. Και δεν υπάρχει κανένα τέχνασμα και καμιά δύναμη που να μπορεί ν’ αναιρέσει αυτό το απλό, αλλά αδυσώπητο γεγονός. Κι όμως, σ’ αυτήν την περσόνα προσκολλώμαστε μ’ όση δύναμη διαθέτουμε, ολόκληρη τη ζωή μας. Γιατί; Αυτό είναι το μοναδικό μοντέλο ζωής που γνωρίζουμε, αυτό μας διδάσκουν όλοι και μας αναγκάζουν ν’ ακολουθήσουμε από την αρχή τής ζωής μας. Προς τι όλα αυτά, εφόσον τελικά ο θάνατος, και μάλιστα ο μαρτυρικός θάνατος, είναι το αναπόδραστο τέλος όλων μας;

Τουλάχιστον όμως να καταλάβαινα προς τι όλα αυτά; Ούτε αυτό γίνεται. Θα μπορούσα να το εξηγήσω, αν έλεγα πως δεν έζησα τη ζωή μου όπως έπρεπε. Αυτό όμως είναι αδύνατον να το παραδεχτώ, έλεγε στον εαυτό του, καθώς θυμόταν όλη εκείνη τη νομιμοφροσύνη, τη δικαιοσύνη και την ευπρέπεια της ζωής του. Είναι αδύνατον να το επιτρέψω αυτό, έλεγε μέσα του χαμογελώντας, λες και κάποιος θα μπορούσε να δει αυτό το χαμόγελο και να εξαπατηθεί από αυτό. Δεν υπάρχει εξήγηση! Τα βάσανα, ο θάνατος… Προς τι; (Τολστόι, 2023, σ. 149).

Τελικά, αν υπάρχει κάποια απάντηση, αυτή ίσως βρίσκεται στην αρχή, όχι στο τέλος. Όταν ξεκινά κανείς τον παράδοξο δρόμο τής ζωής, όχι λίγες στιγμές πριν αναγκαστεί να βγει απ’ αυτόν δια της βίας. Κι αν δεν έχει κάνει κανείς το σωστό, τότε που έπρεπε; Αν δεν μπόρεσε ούτε αυτός να καταλάβει έγκαιρα ποιο ήταν το σωστό; Ακόμη και τώρα, την ύστατη αυτή στιγμή, δεν υπάρχει άραγε μια δράση, η οποία να σβήνει μεμιάς όλα τα λάθη τού παρελθόντος, να διαγράφει όλη την ψεύτικη περσόνα με την οποία έζησε κανείς, ώστε να διεκδικήσει επιτέλους την κατοχή τού εαυτού του στο τώρα, την πειθώ, η οποία δεν εξαρτάται και δεν επηρεάζεται από τίποτε κι από κανέναν, έστω και για μια στιγμή ή για τις λίγες στιγμές ζωής που του απομένουν ακόμη;

Πόσο ωραία και πόσο απλά είναι, σκέφτηκε. Και ο πόνος; αναρωτήθηκε. Πού πήγε ο πόνος; Εεε, πόνε, λοιπόν, πού είσαι;

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί.

Ναι, να τος. Ας είναι.

Και ο θάνατος; Πού είναι;

Έψαξε να βρει τον παλιό του τρόμο για τον θάνατο και δεν τον έβρισκε. Πού ήταν; Ποιος θάνατος; Δεν υπήρχε καθόλου τρόμος, επειδή δεν υπήρχε και θάνατος.

Στη θέση τού θανάτου έφεγγε ένα φως.

“Ώστε έτσι λοιπόν!” είπε ξαφνικά ο ίδιος. “Τι χαρά!”

Για κείνον όλα αυτά συνέβησαν σε μια στιγμή, και η σημασία αυτής της στιγμής δεν άλλαζε πια…

“Τελείωσε!” είπε κάποιος αποπάνω του.

Άκουσε αυτά τα λόγια και τα επανέλαβε μέσα στην ψυχή του. Τελείωσε ο θάνατος, είπε. Δεν υπάρχει πια (Τολστόι, 2023, σσ. 157-158).

Υπάρχει ο θάνατος, κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις. Και φοβάσαι ό,τι δεν γνωρίζεις – ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις, ότι φοβάσαι αυτό που δεν γνωρίζεις. Είναι όμως όντως έτσι; Πώς είναι δυνατόν να σε τρομάζει κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις; Φοβάσαι μη χάσεις κάτι το οποίο ήδη γνωρίζεις – αυτή είναι η πραγματική αιτία τού φόβου. Όχι το άγνωστο, αλλά αυτό που έχεις αποθηκεύσει – αυτό φοβάσαι μη χάσεις. Φοβάσαι να χάσεις το γνωστό, όχι το άγνωστο.

Τζίντου Κρισναμούρτι Δημόσια Ομιλία 7, Νέο Δελχί, 11 Φεβρουαρίου 1962

Σημειώσεις:


[1] Αποδίδουμε ως εγγένεια τον όρο intimité τού Bataille (στην αγγλική έκδοση του Theory of Religion που χρησιμοποιούμε εδώ:intimacy), που σημαίνει – στο συγκεκριμένο απόσπασμα – ότι ο άνθρωπος αποτελεί κι αυτός μέρος τού κόσμου, παρότι από ένα σημείο και μετά έχει απωλέσει τη στενή του συγγένεια μ’ αυτόν κι έχει διαχωρίσει τον εαυτό του ως ένα εγώ, ως μια οντότητα αυτόνομη, η οποία παρατηρεί κατά κάποιον τρόπο τον κόσμο από τα έξω, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αποτελεί οργανικό μέρος του. Αυτήν τη στενή συγγένεια με τον κόσμο, το ν’ αποτελεί κάποιος έμβιος οργανισμός οργανικό μέρος του χωρίς να διαχωρίζει τον εαυτό του απ’ αυτόν, χωρίς ν’ αποστασιοποιείται απ’ αυτόν μέσω ψευδαισθητικών μηχανισμών σαν την ανθρώπινη συνείδηση, ο Bataille την αποδίδει με τον όρο immanence (στα Αγγλικά: immanence), τον οποίο αποδίδουμε ως εμμένεια (κι αντίστοιχα: εμμενής).

[2] Η μετοχή εμφανίζεται ακριβώς έτσι – στο αρσενικό γένος – στο πρωτότυπο.

[3] Για την έννοια της πειθούς, της ρητορικής (που είναι το αντίθετό της πειθούς), καθώς και για τις υπόλοιπες έννοιες-κλειδιά τού έργου τού μεγάλου Ιταλού φιλοσόφου Carlo Michelstaedter, βλ. Μακεδόνας, Ε. (2017, 27 Σεπτεμβρίου). “Κάρλο Μίκελστετερ (1887–1910) – Πειθώ και Ρητορική.” Ηλεκτρονικό Περιοδικό Fractal. Διαθέσιμο στο:

[4] Σχετικά με τον μηχανισμό τής επιθυμίας και τη σύνδεσή του με τις έννοιες της γλώσσας και του χρόνου, με αναφορές και στο έργο τού Michelstaedter, βλ. και: Μακεδόνας, Ε. (2020). “Εκκλησιαστής: Μια σύντομη θεωρία της γλώσσας, της επιθυμίας και του χρόνου.” Μονόκλ, 1(Σεπτέμβριος), 27-44. Διαθέσιμο στο https://katoptronhome.wordpress.com/wp-admin/post-new.php?post_type=post&jetpack-copy=423

[5] “Ως εκ τούτου, ο μόχθος τής ύλης μπορεί μόνο να εμποδιστεί, ποτέ να εκπληρωθεί ή να ικανοποιηθεί. Όμως αυτή ακριβώς είναι η ουσία τού μόχθου που χαρακτηρίζει και όλα τα φαινόμενα της βούλησης. Κάθε εκπληρωμένος στόχος είναι η αρχή μιας νέας πορείας, και ούτω καθεξής, ad infinitum” (Schopenhauer, 2015, Vol. 1, p. 164). 

[6] Αγάπη τής ζωής, δειλία (σ.σ.).

[7] Ο Ηράκλειτος κάνει ένα λογοπαίγνιο: στα αρχαία Ελληνικά βιός σήμαινε το τόξο, ενώ βίος τη ζωή (Αξελός, 1974, σ. 243).

[8] Στο σημείο αυτό ο Τολστόι αναφέρεται σ’ έναν γνωστό συλλογισμό που υπάρχει σε κάποιο εγχειρίδιο λογικής που είχε γράψει ο Γερμανός φιλόσοφος κι οπαδός τού Καντ, Johann Gottfried Kiesewetter (1766-1819): “Ο Κάιος είναι ένας άνθρωπος, οι άνθρωποι είναι θνητοί, επομένως ο Κάιος είναι θνητός.” Ο Κάιος είναι ο Ιούλιος Καίσαρας (βλ. σχετική σημείωση υποσέλιδου στο: Τολστόι, 2023, σ. 115).

[9] Κατά πάσα πιθανότητα στο σημείο αυτό ο Τολστόι αναφέρεται στον θάνατο, ωστόσο ο αναγνώστης τού συγκεκριμένου χωρίου δεν αντέχει στον πειρασμό να ερμηνεύσει εναλλακτικά την αντωνυμία αυτόν ως τον εαυτό, την οντότητα εκείνη που κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του ως το εγώ από τη στιγμή που αποκτά συνείδηση του εαυτού του κι από την οποία συνήθως δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί παρά μόνο με τον θάνατό του.

Βιβλιογραφία

Αξελός, Κ. (1974). Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία. Αθήνα: Εξάντας. (Πρώτη δημοσίευση το 1962).

Bataille, G. (1992). Theory of religion (R. Hurley, Trans.). New York: Zone Books. (Original work published 1948).

Leopardi, G. (2013). Zibaldone (K. Baldwin, R. Dixon, D. Gibbons, A. Goldstein, G. Slowey, M. Thom, & P. Williams, Trans.). New York: Farrar, Straus and Giroux. Kindle Edition. (Original work written 1817–1832).

Michelstaedter, C. (2004). Persuasion and rhetoric. New Haven: Yale University Press. (Original work published 1909).

Schopenhauer, A. (2005). Essay on the freedom of the will (K. Kolenda, Trans.). New York: Dover Publications, Inc., Kindle Edition. (Original work published 1838).

Schopenhauer, A. (2015). The world as will and representation (Vol. 1, E. F. J. Payne, Trans.). Dover Publications, Inc. (Original work published 1818-1819, 1844).

Τολστόι, Λ. (2023). Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος; Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς. Αθήνα: Μίνωας. (Πρώτη δημοσίευση το 1886).

Σχολιάστε