Κριτική παρουσίαση δύο ταινιών, οι οποίες προβλήθηκαν κατά το 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2023).
Άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό fractal, στις 27.2.2024.
Σε όποιο απώτερο κίνητρο κι αν αποδίδει κανείς μία πράξη του, πάντοτε προκύπτει ότι τελικά το πραγματικό ελατήριό της είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το ατομικό καλό τού πράττοντος και ότι επομένως η πράξη είναι εγωιστική και κατά συνέπεια χωρίς ηθική αξία.1
Stephan Komandarev – Τα μαθήματα της Μπλάγκα [Urotcite na Blaga] (2023)

Μπορεί το φαντασιακό πάνω στο οποίο είχε δομηθεί η σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβική ή Βουλγαρική κοινωνία να έπασχε πολλαπλά, ποιο είναι όμως το νέο φαντασιακό που το αντικατέστησε; Ποιο είναι το φιλοσοφικό υπόβαθρο, – εάν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο στη συγκεκριμένη περίπτωση, – ποια η δομή και ποια η βαθύτερη φύση τής σύγχρονης Σερβικής – Γιουγκοσλαβική πλέον δεν υπάρχει – ή Βουλγαρικής κοινωνίας;
Στο ερώτημα αυτό, ειδικά για την περίπτωση της δεύτερης, απαντάει μία ακόμη σημαντική ταινία, που μας έρχεται από τη γείτονα Βουλγαρία, η σκληρή και δύσπεπτη, αλλά μεστή σε περιεχόμενο και φιλοσοφικό στοχασμό Τα μαθήματα της Μπλάγκα [Urotcite na Blaga] (2023), του Stephan Komandarev.
Η σοσιαλιστική ρητορική, όπως κι ολόκληρο το σοσιαλιστικό εποικοδόμημα έχουν απαλλάξει προ πολλού τη Βουλγαρία από την ανυπόφορη κι αυταρχική τους παρουσία, τα κομμουνιστικά σύμβολα έχουν αποκαθηλωθεί και μάλιστα απαγορευθεί στη ‘νέα (καπιταλιστική) τάξη πραγμάτων’, όμως ο καπιταλισμός δεν ήρθε ποτέ – ή τουλάχιστον δεν ήρθε με τη λουστραρισμένη εικόνα, με την οποία τον είχαν υποσχεθεί στις μάζες οι τότε προπαγανδιστές του. Στη σημερινή Βουλγαρία μπορεί ίσως να γίνει λόγος για ‘καπιταλισμό’, αλλά μόνο στην πιο στρεβλή, απάνθρωπη και βίαιη εκδοχή του.

Το κράτος συμπλέκεται και συνεργάζεται στενά με την πολυπλόκαμη κι αδίστακτη εγχώρια μαφία, η οποία αποτελεί ενιαίο σώμα με τις αντίστοιχες μαφίες των γύρω – επίσης τέως ‘σοσιαλιστικών’ – χωρών. Από κοινού, οι δύο αυτοί αδυσώπητοι μηχανισμοί – κράτος και μαφία – λυμαίνονται τη χώρα και τον όποιο εθνικό πλούτο υπάρχει, στερώντας από τη μεγάλη μάζα τού πληθυσμού ακόμη και τα πιο στοιχειώδη υλικά μέσα για την επιβίωσή του.
Ο κυρίαρχος μηχανισμός στη σφαίρα τής οικονομίας υποτίθεται πως είναι η ‘αγορά’, αλλά όπως πάντα, πρόκειται για μια αγορά δομημένη κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο ισχυρός να μπορεί σε κάθε περίπτωση να δημιουργεί μονοπωλιακές καταστάσεις που προωθούν τα συμφέροντά του, εκβιάζοντας κι ελέγχοντας κατά το δοκούν τον πιο αδύναμο. Πρόκειται για ένα παιχνίδι δολιευμένο εξαρχής, από τους γνωστούς επιτήδειους, που έχουν διακηρύξει ιστορικά με πάθος τα υποτιθέμενα πολλαπλά πλεονεκτήματα του συστήματος για όλους, ακριβώς επειδή γνωρίζουν, ότι σε κάθε περίπτωση, αυτοί θα έχουν στα χέρια τους την απόλυτη διαπραγματευτική δύναμη, ενώ οι υπόλοιποι ‘παίκτες’ απολύτως καμία.
Το νέο φαντασιακό που κυβερνά κατά τρόπο απολυταρχικό τη σημερινή Βουλγαρία είναι η πιο ακραία, επιθετική και βίαιη εκδοχή τού δυτικού ατομισμού. Ενός ατομισμού, στον πυρήνα τού οποίου βρίσκεται η εκμηδένιση του άλλου, ως conditiosinequanon τής επιβίωσης του κάθε μεμονωμένου ατόμου. Αυτή είναι πλέον η κρατούσα ιδεολογία και στη Βουλγαρία, η οποία επιβάλλεται δια της βίας από το κράτος, τις δομές του, τους νονούς τής μαφίας που συγκυβερνούν με τους διεφθαρμένους πολιτικούς και σίγουρα, από τα ξένα κέντρα ισχύος, τα οποία επί δεκαετίες απεργάζονταν την επιβολή της στις τέως σοσιαλιστικές χώρες. Μόνη πιθανότητα να επιβιώσει κανείς είναι να παραδοθεί άνευ όρων, να ενστερνιστεί εις ολόκληρον την ιδεολογία αυτή και όλες τις προεκτάσεις της.

Η Μπλάγκα είναι μια εβδομηντάχρονη συνταξιούχος καθηγήτρια της Βουλγαρικής γλώσσας, η οποία πρόσφατα έχασε τον άντρα της. Μέσα στη μοναξιά της, στη μονότονη και σκληρή καθημερινότητά της, έχοντας συνειδητοποιήσει προ πολλού ότι ανήκει σε μια Βουλγαρία, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη Βουλγαρία που αυτή ήξερε κι η οποία έχει πετάξει στο περιθώριο τους ανθρώπους τής γενιάς της, μαζί και τις αξίες τους, η Μπλάγκα έχει πλέον ως μοναδικό της στόχο να εξοικονομήσει το απαραίτητο χρηματικό ποσό, ώστε να αγοράσει ένα αξιοπρεπές μνήμα για τον νεκρό σύζυγό της. Ωστόσο, πέφτει θύμα τής μαφίας και χάνει όλες της τις οικονομίες. Η αστυνομία, η κοινωνία, οι πολιτικοί, εντελώς αδιάφοροι κι ανάλγητοι απέναντι στο συμβάν, όχι μόνο δεν τη βοηθούν, αλλά δεν διστάζουν να τη χλευάσουν και να τη διαπομπεύσουν για το πάθημά της μέσω των πάντα πρόθυμων ΜΜΕ. Τότε είναι που η Μπλάγκα θα αλλάξει εσωτερικά. Θα αρνηθεί όλες τις παλιές της αξίες και θα μεταλλαχθεί κι αυτή σ’ ένα ακόμη ατομικιστικό τέρας, αδιάφορο απέναντι στον πόνο των άλλων, ευαίσθητο μόνο ως προς τον δικό του μικρό εαυτό, έτοιμο ακόμη και να σκοτώσει, προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή.
Αλλά, σε ποια ζωή ακριβώς; Αυτήν της μετα-σοσιαλιστικής – και μόνο κατ’ όνομα καπιταλιστικής – βουλγαρικής κοινωνίας τού σήμερα; Έχει κάποιο νόημα η πάση θυσία επιβίωση σε μια βίαιη κι απάνθρωπη κόλαση σαν αυτήν της σημερινής Βουλγαρίας; Ο Komandarev δεν αναλύει παραπάνω αυτό το ερώτημα. Το αφήνει απλώς μετέωρο σ’ εμάς, ως τροφή για σκέψη. Σίγουρα όμως μας έχει δώσει τη δική του απάντηση σ’ ένα πολύ θεμελιώδες φιλοσοφικό ερώτημα: υπάρχει ή είναι δυνατόν να υπάρξει έστω και ένας άνθρωπος, ο οποίος να είναι αδιαπραγμάτευτα προσηλωμένος σ’ ένα στέρεο αξιακό σύστημα, το οποίο να λαμβάνει υπόψη του το συλλογικό, την κοινωνία, τον διπλανό και να μην προτάσσει ανά πάσα στιγμή το εγώ, τον εαυτό και το ατομικό συμφέρον, ακόμη κι υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες και μπροστά στα πιο άτεγκτα βιολογικά και ηθικά διλήμματα με τα οποία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος;
Η απάντηση του Komandarev είναι πως όχι. Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε αυτόν τον άνθρωπο. Γνωρίζουμε μόνο εκείνο το πανομοιότυπο, το μηχανικά επαναλαμβανόμενο, το αποκρουστικά ατομικιστικό πιθηκοειδές που ονομάζουμε άνθρωπο̇ το ζώο εκείνο, το οποίο υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα μεταμορφωθεί σ’ ένα αιμοβόρο τέρας, σ’ έναν ακόμη Άιχμαν και δεν θα διστάσει ούτε στιγμή ν’ αφανίσει οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο ζώο βρεθεί μπροστά του, προκειμένου αυτό το ίδιο να διατηρηθεί έστω και για ένα λεπτό παραπάνω στη ζωή̇ την ίδια ανούσια και άχαρη ζωή που όλοι γνωρίζουμε, είτε βρισκόμαστε στη Βουλγαρία, είτε στη Σερβία, είτε στην Ελλάδα̇ την ολοσχερώς κατεστραμμένη, σε τελευταία ανάλυση, από τη ζωώδη μας φύση.

Andrey Paounov – Ιανουάριος [Януари] (2021)

Στην μετακομμουνιστική Βουλγαρία αναφέρεται, έστω και εμμέσως και κεκαλυμμένα, η πρώτη ταινία μυθοπλασίας τού Andrey Paounov. Αυτήν τη φορά, έχουμε να κάνουμε με μια πιο άρτια κι εντυπωσιακή – από αισθητικής και καλλιτεχνικής άποψης – ταινία, μακριά από τον ωμό κοινωνικό ρεαλισμό τής αντίστοιχης του Komandarev ̇ εμφανώς επηρεασμένη από τις φιλοσοφικές κι υπαρξιακές αναζητήσεις που συναντάει κανείς στο θέατρο του παραλόγου ενός Ιονέσκο ή, ακόμη πιο χαρακτηριστικά, στοέργο ενός Μπέκετ κι ενός Πίντερ.
Δύο μεσήλικες άντρες, ο Θυρωρός κι ο Γέρος, βρίσκονται αποκλεισμένοι σε μια καλύβα, βυθισμένη στο χιόνι, στις παρυφές ενός πυκνού δάσους γεμάτου λύκους. Μαθαίνουμε, πως ένας τρίτος σύντροφός τους, ο Πέταρ Μοτόροφ, έχει αναχωρήσει πριν λίγο για την πόλη, παίρνοντας μαζί του ένα έλκηθρο κι ένα τουφέκι. Για να φτάσει στην πόλη βέβαια, θα πρέπει πρώτα να διασχίσει το δάσος.
Ενόσω η τύχη τού Πέταρ αγνοείται, στην καλύβα καταφθάνουν και μερικοί ακόμη άντρες, οι οποίοι, για κάποιους λόγους που ποτέ δεν διευκρινίζονται, αναζητούν τον Πέταρ και φαίνεται να έχουν μάλλον επιθετικές διαθέσεις. Το έλκηθρο του Πέταρ κάποτε επιστρέφει στην καλύβα, όμως αυτήν τη φορά, στη θέση τού Πέταρ βρίσκεται ένας παγωμένος από το κρύο λύκος. Οι περίεργοι επισκέπτες (μεταξύ των οποίων κι ένας παπάς) ξεκινούν διαδοχικά να διασχίσουν το επικίνδυνο δάσος, χρησιμοποιώντας το ίδιο αυτό έλκηθρο του Πέταρ. Κάθε φορά το έλκηθρο επιστρέφει με έναν παγωμένο λύκο στη θέση τους.
Το εσωτερικό τής καλύβας, η βασανιστικά αργή και βαρετή ζωή των δύο ενοίκων της, οι παράξενοι επισκέπτες, παραπέμπουν στο Σολάρις τού Ταρκόφσκι. Η αέναη αναμονή για την επιστροφή τού Πέταρ, ο οποίος ποτέ δεν εμφανίζεται, αναφέρονται ξεκάθαρα στο Περιμένοντας τον Γκοντό τού Μπέκετ. Η αδιευκρίνιστη ταυτότητα των ενοίκων τής καλύβας, αλλά και των περίεργων επισκεπτών, οι υπαινικτικοί, ασαφείς, ενίοτε και παράλογοι διάλογοι μεταξύ των αντρών, αλλά και η όλη ατμόσφαιρα υπαρξιακής αγωνίας και φόβου δεν κρύβουν τις επιρροές τους από το θέατρο του Πίντερ.

Σε καμία στιγμή, ωστόσο, δεν μας γίνεται σαφές το πού ακριβώς στοχεύουν οι πολλαπλοί συμβολισμοί κι η ατμόσφαιρα μυστηρίου τής ταινίας τού Paounov. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος παρευρέθηκε – μαζί με τον έναν από τους πρωταγωνιστές του, τον Samuel Finzi – και μίλησε με το κοινό μετά την προβολή τής ταινίας, δυστυχώς, αντί να διαφωτίσει γύρω από τα πολλά ερωτηματικά που γέννησε η ταινία του, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Με αλαζονικό σχεδόν ύφος προκάλεσε τους θεατές επανειλημμένα να του πουν ποιο θεωρούσαν ότι ήταν το νόημα της ταινίας του. Ορισμένοι τολμηροί επιχείρησαν όντως να το κάνουν. Κάποιοι απ’ αυτούς είδαν στην ταινία έναν πολιτικό συμβολισμό για τον παραλογισμό και τον φόβο που διαπερνά τη σύγχρονη Βουλγαρική κοινωνία. Άλλοι, απολύτως σίγουροι κι αυτοί για τον εαυτό τους και για την κριτική τους ικανότητα, διέκριναν κάποιους άλλου είδους φιλοσοφικούς, υπαρξιακούς, πολιτικούς ή απλώς και μόνο, συμβολισμούς στην ταινία. Όλους τους απέκρουσε πριν καν ολοκληρώσουν την άποψή τους, με ειρωνικούς κι απαξιωτικούς τόνους, ο Paounov. Φαινόταν αποφασισμένος να μοιράσει στο κοινό το δικό του show και να μην εμπλακεί επ’ ουδενί σε μια εποικοδομητική συζήτηση για το πραγματικό νόημα και τους συμβολισμούς τής ταινίας του – εάν τελικά υπήρχαν: “Μπράβο, μπράβο! Το καταλάβατε”, απαντούσε ειρωνικά σε κάθε θεατή-κριτικό, που προθυμοποιούνταν αφελώς ν’ αποκρυπτογραφήσει το νόημα τής ταινίας του. Τελικά, εδέησε να μας δώσει μία νύξη για τη σκηνοθετική-αισθητική-φιλοσοφική στάση του: “Είμαι σίγουρος, ότι κι εσείς κι εσείς κι εσείς,” είπε δείχνοντας διάφορους θεατές, “έχετε καταλάβει ακριβώς το νόημα!” “Όποιον κι αν ακούσουμε, θα είναι βέβαιος, ότι έχει καταλάβει την ταινία, όμως αυτό που θα μας έχει πει δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από τη δική του προσωπική ερμηνεία. Όλοι έχετε δίκιο” είπε, αφήνοντάς τους όλους εμβρόντητους.
Στο τέλος, σχεδόν θριαμβολογώντας, μας ανακοίνωσε – με τον Finzi να κουνάει το κεφάλι του μ’ ένα συγκαταβατικό, υποχθόνιο γελάκι: “Ωστόσο, κανείς απ’ όλους εσάς δεν κατάλαβε τίποτε απολύτως από την ταινία!” Στο σημείο αυτό, πολλοί άρχισαν να έχουν αμφιβολία για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο σκηνοθέτης και για το απρόσμενο – κι ανεπιθύμητο είναι αλήθεια – παραλήρημά του. “Κι εγώ κι ο Σαμουέλ (Fizi), είπε, παρακολουθούσαμε επίσης την ταινία, από τον διάδρομο, στο πάνω μέρος τής αίθουσας. Και γελούσαμε όλην την ώρα!” Ήδη, τα ερωτηματικά ήταν εμφανή στα πρόσωπα των αμήχανων θεατών. “Κανένας δεν κατάλαβε, ότι η ταινία είναι μια κωμωδία,” είπε με θριαμβευτικό ύφος.
Το ντελίριό του έπρεπε να λήξει, οπωσδήποτε. Ο τελευταίος – ή ένας από τους τελευταίους – θεατές που πήρε τον λόγο, τον ρώτησε λακωνικά και με αυστηρό ύφος: “Μας λες ότι η ταινία σου ήταν μια κωμωδία. Πόσο επιτυχημένη πιστεύεις ότι ήταν, εάν από μια σχεδόν γεμάτη αίθουσα σαν αυτή, οι μόνοι που γελάσατε ήσασταν εσείς οι δύο;” Ο Paunov δεν ξαναγέλασε, τουλάχιστον όχι τόσο πηγαία όσο γελούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όταν πήρε το μικρόφωνο για ν’ απαντήσει, σχεδόν τραύλιζε. Η απάντηση που έδωσε ήταν εξίσου συγκεχυμένη κι ασαφής. Το showπου τόσο προσεκτικά είχε σχεδιάσει, προφανώς είχε καταστραφεί ανεπιστρεπτί.

Έτσι έπρεπε να γίνει όμως: προσπάθησε να προσφέρει ένα φιλοσοφικό-αισθητικό πλαίσιο απόλυτου σχετικισμού κι υποκειμενισμού στην Τέχνη, το οποίο δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού παρά στην περίφημη θέση τής ‘Τέχνης για την Τέχνη.’ Σύμφωνοι: η ταινία του, όπως είπαμε εξαρχής είναι άρτια αισθητικά. Ωστόσο, έτσι επιστρέφουμε στην παλιά στείρα και κυκλική προβληματική, η οποία είναι ήδη προ πολλού ξεπερασμένη: τι νόημα θα είχε μια Τέχνη, η οποία θα εξαντλούνταν στον εαυτό της̇ η οποία θα αρνιόταν κάθε περιεχόμενο, νόημα ή έστω προγραμματικό στόχο̇ η οποία θα αναλωνόταν στον αυτοθαυμασμό: στη ναρκισσιστική ενατένιση του ωραίου εαυτού της; Σε τι θα διέφερε μια τέτοια ταινία από μια οποιαδήποτε άλλη, τεχνικά άψογη χολιγουντιανή ταινία, πλημμυρισμένη από ειδικά εφέ ή αιθέριες γυναικείες παρουσίες;
Όμως αυτό, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί Τέχνη̇ παρά μόνο ένα στολίδι, ένας απλός διάκοσμος, ένα καλλωπιστικό στοιχείο.
Επανερχόμαστε έτσι στην προβληματική τού διακόσμου κατά Kracauer. Έχουμε εντοπίσει ήδη τα σημαντικά προβλήματα που ενυπάρχουν στην έννοια του διακόσμου, του στολιδιού και της κούφιας ρητορικής τους, όταν – σε προηγούμενο κείμενο – αναφερθήκαμε στις ταινίες τής Marta Popivoda και του Köken Ergun, οι οποίες επίσης προβλήθηκαν στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Εάν πιστέψουμε τον Paounov, οδηγούμαστε σε κάτι το τραγικό: στη μετατροπή της Τέχνης – ενός από τα ύστατα όπλα που διαθέτουμε στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον φαντασιακά και άρα στρεβλά θεσμισμένο εαυτό μας και τις όμοια μ’ εμάς φαντασιακά θεσμισμένες κοινωνίες μας – σε ένα ακόμη απλό στολίδι, το οποίο δεν έχει κανέναν άλλο λόγο ύπαρξης από την ίδια του την καλλωπιστική-διακοσμητική φύση. Έτσι, η Τέχνη εξισώνεται μ’ ένα εκθαμβωτικό γυναικείο φόρεμα ή με μια ωραία γλάστρα̇ κι ως εκ τούτου, αφοπλίζεται πλήρως. Ο ακραίος υποκειμενισμός – η καταφανώς λανθασμένη φιλοσοφική άποψη, ότι η Αλήθεια είναι η υποκειμενική αλήθεια τού κάθε μεμονωμένου ανθρώπου̇ ότι δηλαδή τίποτε δεν είναι υπαρκτό κατά έναν απόλυτο, μη αμφισβητήσιμο τρόπο, αλλά μόνο σχετικά, στις εκατομμύρια διαφορετικές εκδοχές με τις οποίες το αντιλαμβάνεται ο καθένας από τα εφτά ή οχτώ δισεκατομμύρια ανθρώπους που υπάρχουν στον πλανήτη – είναι η ανυπόστατη φιλοσοφική θεωρία, με βάση την οποία ο Paounov προσπάθησε να μας πείσει για το ότι η ταινία που με τόσο κόπο και τόσα χρήματα κατάφερε να δημιουργήσει, δεν είχε κανέναν άλλο σκοπό από το να αποτελέσει απλώς ένα ωραίο στολίδι εύκολης και γρήγορης κατανάλωσης. Στο τέλος τής βραδιάς, – ευτυχώς, – υποκειμενισμός, σχετικισμός, στολίδια και ατομικά showsκαι λοιποί μιμητισμοί αμερικανικής εμπνεύσεως είχαν καταρρεύσει ολοκληρωτικά, αφήνοντας πίσω τους αυτό που σύμφωνα με τον σκηνοθέτη περιείχαν: το τίποτα.
Και είχε μείνει μόνο μία αισθητικά άρτια ταινία, η οποία αποτυπώνει με τραγικό – αλλά και πολύ επιτυχημένο τρόπο – το απόλυτο υπαρξιακό χάος, τη σύγχυση, την απελπισία, τη ματαίωση, τον τρόμο, τον παραλογισμό, τη βία, τη βαθιά διαφθορά, που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες-εκτρώματα που προέκυψαν από την αποκαλούμενη “πτώση τού κομμουνισμού,” ειδικά στην ταλαιπωρημένη Βαλκανική γη.
Από όλο αυτό, ο μόνος που βγήκε απελπιστικά χαμένος, ήταν δυστυχώς ο ίδιος ο Paounov. Ακόμη ένα τεκμήριο – το πιο αδιαμφισβήτητο ίσως – της συνολικής κρίσης, που μαστίζει ακόμη μέχρι σήμερα τις κοινωνίες αυτές και το σινεμά τους.

Σημείωση:
1 Άρ. Σόπενχαουερ, Στοχασμοί, Αθήνα: Στιγμή, 1993, σ. 46.