Φαντασιακές Θεσμίσεις τού Εαυτού μας και της Κοινωνίας

Άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο fractal, τής 12.2.2024.

Κριτική παρουσίαση τεσσάρων ταινιών, οι οποίες προβλήθηκαν κατά το 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2023): Γιουγκοσλαβία, πώς η Ιδεολογία Κινητοποίησε το Συλλογικό μας Σώμα [Yugoslavia, How Ideology Moved Our Collective Body] (2013) της Marta Popivoda και Ήρωες [Şehitler] (2019), Εγώ, ο Στρατιώτης [Ben Askerim] (2006), Η Σημαία [Bayrak] (2007) του Köken Ergun.

Marta Popivoda – Γιουγκοσλαβία, πώς η Ιδεολογία Κινητοποίησε το Συλλογικό μας Σώμα [Yugoslavia, How Ideology Moved Our Collective Body] (2013)

Προκειμένου να καταλάβουμε το βαθύτερο περιεχόμενο μιας εποχής – και μιας χώρας – θα πρέπει μάλλον να επικεντρωθούμε στις πιο επιφανειακές της εκδηλώσεις, παρά να προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε στις πιο βαθιές και καλά κρυμμένες, είχε παρατηρήσει κάποτε ο Siegfried Kracauer: “Οι επιφανειακές της [της συγκεκριμένης εποχής] εκδηλώσεις, ωστόσο, ακριβώς λόγω της υποσυνείδητης φύσης τους, μας προσφέρουν μια αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στην πραγματική ουσία τής ισχύουσας κατάστασης των πραγμάτων”.2 Αυτήν ακριβώς τη συμβουλή του ακολουθεί η Marta Popivoda στην εντυπωσιακή ταινία της Γιουγκοσλαβία, πώς η Ιδεολογία Κινητοποίησε το Συλλογικό μας Σώμα. Συγκεντρώνει έναν μεγάλο όγκο πραγματικά εντυπωσιακού κινηματογραφικού υλικού, το οποίο καλύπτει ολόκληρη την ιστορία τού τέως Γιουγκοσλαβικού κράτους, καθώς και τα πρώτα δύσκολα χρόνια των πολέμων και της σύστασης τού νέου Σερβικού κράτους κι έχει ως άξονά του τις μαζικές εκδηλώσεις και τα θεάματα προπαγανδιστικού χαρακτήρα που υπαγόρευε η αρχικά σοσιαλιστική και μετέπειτα εθνικιστική κρατούσα ιδεολογία.

Η Popivoda διατηρεί τη χρονολογική σειρά με την οποία συνέβησαν τα γεγονότα. Μας δίνει έτσι την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη σταδιακή φθορά και τον εκφυλισμό των σοσιαλιστικών ιδεωδών, τα οποία σίγουρα είχαν κάποια αίγλη αρχικά κι ασκούσαν μια σαγηνευτική έλξη στις μάζες, σε μια Γιουγκοσλαβία η οποία μόλις έβγαινε καθημαγμένη και με βαθιά τραύματα από τον καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο̇ σταδιακά, ωστόσο, απώλεσαν τον ίδιο τον λόγο τής ύπαρξής τους, ειδικά υπό το πρίσμα των γνωστών εξελίξεων και των εκφυλιστικών φαινομένων, από τα οποία δεν κατάφερε να ξεφύγει δυστυχώς καμία από τις ‘σοσιαλιστικές’ χώρες τού πρώην Ανατολικού Μπλοκ.

Παρακολουθούμε λοιπόν κινηματογραφικό υλικό προπαγανδιστικού χαρακτήρα, το οποίο αποτυπώνει τις λεπτές αποχρώσεις και μεταλλάξεις τής κρατούσας ιδεολογίας διαχρονικά. Κοινός παράγοντας: η μάζα ως διάκοσμος, σύμφωνα με τον όρο τού Kracauer.3 Στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, προβάλλονταν κυρίως οι μάζες των ανθρώπων στη συλλογική τους προσπάθεια αναδόμησης της χώρας. Η χειρωνακτική εργασία, η συλλογικότητα, ο ενθουσιασμός κι η αισιοδοξία για το φωτεινό, σοσιαλιστικό μέλλον, το οποίο σίγουρα βρισκόταν κοντά – παρότι ακόμη στο μέλλον – κυριαρχούν στα πρώτα αυτά πλάνα. Ταυτόχρονα βέβαια, έχουμε μπροστά μας κι ένα ανεκτίμητης αξίας ντοκουμέντο για τις απαρχές τής μεταγενέστερης ένδοξης Γιουγκοσλαβικής κινηματογραφικής σχολής.

Σταδιακά, το μαζικό θέαμα γίνεται μηχανικό, επαναληπτικό, ολοένα πιο κούφιο και κενό πραγματικού περιεχομένου, επιβεβαιώνοντας μια άλλη αρχή τού Kracauer, ότι δηλαδή: “Το στολίδι4 είναι ένας αυτοσκοπός.”5 Τα συστατικά του μέρη – οι μπαλαρίνες, οι αθλητές, οι απλοί εργάτες την ώρα που δουλεύουν σε κάποιο δημόσιο έργο, οι απλοί πολίτες – πρέπει να απωλέσουν την ατομικότητά τους και κάθε άλλο προσωπικό τους χαρακτηριστικό, προκειμένου να κερδίσει το στολίδι τη δική του λειτουργικότητα και αξία̇ όχι απαραιτήτως το νόημα ή το περιεχόμενο, διότι η έννοια του διακόσμου, του στολιδιού, του καλλωπιστικού στοιχείου, όπως βέβαια κι αυτή τής μάζας, εξ ορισμού αρνούνται κάθε νόημα και περιεχόμενο: η δική τους σημασία εξαντλείται ακριβώς στη σύνθεσή τους ως στολίδια και ως καλλωπιστικά στοιχεία.

Αφ ης στιγμής δημιουργείται το στολίδι, χάνεται αυτομάτως κάθε άλλη απαίτηση από αυτό σε σημασιολογικό επίπεδο. Ο χαρακτήρας τού στολιδιού είναι καθαρά ιδεολογικής ή – το πολύ πολύ – αμιγώς αισθητικής τάξης. Γι’ αυτό και το στολίδι ενδιαιτάται υποχρεωτικά και μόνο στο επίπεδο της επιφάνειας, κατά Kracauer. Αυτός είναι κι ο λόγος άλλωστε που, προκειμένου να δημιουργηθεί το στολίδι και να είναι λειτουργικό ως τέτοιο, τα επιμέρους συστατικά του στοιχεία δεν θα πρέπει να έχουν καμία υπόσταση persė ή, εάν την έχουν, να την εκχωρήσουν̇ να την απωλέσουν αμετάκλητα: “[Οι σχηματισμοί των ανθρώπων που παρατηρούμε στα καμπαρέ και στα στάδια] συντίθενται από στοιχεία, τα οποία αποτελούν απλώς και μόνο κάποια δομικά υλικά όπως τα τούβλα, τίποτε παραπάνω. Η όλη κατασκευή τού οικοδομήματος εξαρτάται από το μέγεθος τής κάθε πέτρας και από το πόσες πέτρες θα χρησιμοποιηθούν. Η μάζα είναι το κυρίαρχο δομικό στοιχείο εδώ. Μόνο ως τα συστατικά μέρη μιας μάζας κι όχι ως οι ατομικότητες που οι ίδιοι πιστεύουν ότι είναι μέσα τους, μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι κλάσματα ενός ευρύτερου σχηματισμού.”6

Τον έναν χρόνο μετά τον άλλο, το Γιουγκοσλαβικό καθεστώς οργάνωνε και μετέδιδε μηχανιστικά τα ίδια ιδεολογικά-προπαγανδιστικά του μηνύματα, μέσω των φαντασμαγορικών μαζικών παρελάσεων και γυμναστικών επιδείξεων της νεολαίας και των πιονιέρων τού κόμματος, στα κατάμεστα από τις εξίσου μηχανικές κι απρόσωπες μάζες στάδια. Το κοινό – οι πολίτες – κι οι συμμετέχοντες – οι νέες κι οι νέοι των παρελάσεων – συναθροίζονταν κάθε χρόνο την ίδια μέρα, με την κοινή συμφωνία (όχι απαραίτητα εν επιγνώσει τους) τής exanteεκχώρησης της ατομικότητάς τους στο όνομα του μαζικού, προκάτ θεάματος, του στολιδιού, το οποίο επιτελούσε έναν καθαρά ιδεολογικό-προπαγανδιστικό ρόλο. Οι ίδιοι οι άνθρωποι, τους οποίους υποτίθεται ότι αφορούσε κι υπεράσπιζε το συγκεκριμένο ιδεολογικό μήνυμα που εξέπεμπε το στολίδι, δεν είχαν καμιά απολύτως σημασία για το ίδιο το στολίδι: διότι ήταν ακριβώς αυτό το στολίδι, το οποίο είχε πλέον – μόνο αυτό – ‘σημασία’̇ μια ‘σημασία’ όμως, που εξαντλούνταν στην επιφάνεια, στην ίδια τη δημιουργία του στολιδιού ώς σημείου, ως εικόνας ή λέξης που παρέπεμπε μόνο εννοιολογικά σε κάποιο προ πολλού ξεχασμένο νόημα. Το ‘νόημα’ αυτό ήταν το σοσιαλιστικό ιδεώδες, το οποίο υποτίθεται ότι θα χειραφετούσε τις μάζες, θα τις ανήγαγε σε κύριες της εργασίας τους και του εαυτού τους, σε όλα τα επίπεδα. Λίγα μόλις χρόνια μετά, οι άνθρωποι που αποτελούσαν τις μάζες αυτές είχαν μετατραπεί στα γρανάζια ενός τερατόμορφου μαζικού στολιδιού, που εξυπηρετούσε ξένους προς τα συμφέροντά τους στόχους̇ ενώ το ίδιο το ιδεώδες μετατράπηκε σε μια μηχανικά επαναλαμβανόμενη, αρτηριοσκληρωτική ιδεολογία, μ’ άλλα λόγια στην ιδανική πρόφαση, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να λένε κάτι σε λεκτικό επίπεδο και να πράττουν κάτι το εντελώς διαφορετικό σε επίπεδο πραγματικής, καθημερινής ζωής, όπως έχει υποδείξει ο Καστοριάδης: “Τώρα, το “παρόν” αυτό, είναι το γεγονός ότι για κάτι περισσότερο από τα τελευταία 40 χρόνια, ο Μαρξισμός έχει μετατραπεί σε μια ιδεολογία, ακριβώς με τη σημασία που ο ίδιος ο Μαρξ απέδωσε στον όρο: αυτήν του συνόλου των ιδεών, οι οποίες σχετίζονται μεν με μια πραγματικότητα, όχι όμως για να ρίξουν φως σ’ αυτήν και να την αλλάξουν, αλλά για να την καλύψουν και να τη δικαιολογήσουν στο επίπεδο του φαντασιακού, το οποίο επιτρέπει στους ανθρώπους να λένε ένα πράγμα και να πράττουν ένα άλλο, να εμφανίζονται οι ίδιοι ως κάτι που δεν είναι στην πραγματικότητα.”7

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Popivoda καταφέρνει αριστοτεχνικά να μας δείξει τα σαθρά θεμέλια του στολιδιού, του σημείου, της ιδέας και, κατ’ επέκταση, ένα εγγενές ίσως ελάττωμα της κάθε ιδεολογίας, το οποίο πιθανότατα ευθύνεται για την κατάρρευση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στις χώρες τού Ανατολικού Μπλοκ.

Καταφέρνει όμως να αναδείξει και το στοιχείο εκείνο που έχει καταστήσει βραχύβια την κάθε ανθρώπινη ιδεολογία, όχι μόνο τη σοσιαλιστική, ανεξαρτήτως της εποχής στην οποία εμφανίστηκε ή του εκάστοτε προσήμου της: ακριβώς επειδή το στολίδι – μαζικό στο πλαίσιο της σύγχρονης μηχανοποιημένης κι απρόσωπης κοινωνίας – λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο στην επιφάνεια, προσφέρεται ιδιαίτερα για σκοπούς ιδεολογικού-προπαγανδιστικού χαρακτήρα̇ από την άλλη μεριά, εξ ορισμού, η κάθε ιδεολογία – και ιδιαίτερα η κάθε προπαγάνδα – τροφοδοτείται αποκλειστικά και μόνο από ιδέες̇ και το περιεχόμενο των ιδεών είναι εξαιρετικά ρευστό κι ευμετάβλητο – εάν υπάρχει καθόλου. Είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί σταθερό και απολύτως σαφές για όλους, σε διαφορετικές εποχές. Πολύ εύκολα διαστρεβλώνεται, υποκείμενο όπως είναι μονίμως σε άπειρες διαφορετικές ερμηνείες και χρωματισμούς, ανάλογα με τη χρονική στιγμή και κυρίως με τα εκάστοτε συμφέροντα κι επιδιώξεις που βρίσκονται σε δράση.

Οι γενιές άλλαξαν στη Γιουγκοσλαβία και πλέον, το μήνυμα που περιείχε το μαζικό σοσιαλιστικό στολίδι των πρώτων χρόνων έγινε ξαφνικά ασαφές για πολλούς. Σίγουρα όχι τόσο ελκυστικό όσο υπήρξε κατά τα πρώτα μεταπολεμικά έτη. Και ξαφνικά, οι μάζες που πριν συνέρρεαν στα στάδια με ενθουσιασμό και αγωνιστικό πνεύμα, ατένιζαν πλέον αμήχανες έναν μαζικό διάκοσμο, του οποίου οι ίδιες αποτελούσαν μεν τα οργανικά μέρη, αλλά ο οποίος τους φαινόταν πια εντελώς ακατανόητος και κυρίως κενός περιεχομένου και νοήματος για τη δική τους καθημερινή ζωή.

Σήμαινε αυτό το τέλος τού φαινομένου τής μάζας ως διακόσμου στη Γιουγκοσλαβία; Όχι φυσικά, όπως μας δείχνει με συγκλονιστικό τρόπο η Popivoda. Ένας νέος ‘μαζικός διάκοσμος’ βρισκόταν εν τη γενέσει του κατά τα τελευταία έτη τής δεκαετίας τού ’80. Όμως αυτός ο διάκοσμος, δεν επρόκειτο να είναι και τόσο ωραίος εξωτερικά, όσο ο σοσιαλιστικός προκάτοχός του. Οι καιροί είχαν αλλάξει. Το ίδιο κι η μάζα κι οι άνθρωποι που την αποτελούσαν. Τα αισθητικά τους γούστα δεν ήταν πλέον τόσο ήπια. Η μηχανική επαναληπτικότητα της ιδεολογίας και των δομών που αυτή υποστήριζε επί δεκαετίες είχε συσσωρεύσει εντάσεις κι είχε φέρει στην επιφάνεια κάποια άλλα, πιο βίαια ένστικτα κι αντανακλαστικά των μαζών. Ο ασκός τού Αιόλου είχε ανοίξει. Το εθνικιστικό μαζικό στολίδι είχε πάρει υπογείως τη θέση τού σοσιαλιστικού. Κι οι άνθρωποι, τη μία μέρα ένιωθαν περήφανοι πολίτες μιας ισχυρής και σοσιαλιστικής χώρας όπως η Γιουγκοσλαβία, όπου το συλλογικό (υποτίθεται) πως είχε την πρωτοκαθεδρία και την επομένη ξύπνησαν ως μεμονωμένες ατομικότητες, ως παρίες ενός μωσαϊκού κατακερματισμένων εθνών και κρατών-φαντασμάτων. Και άρχισαν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Η ιδεολογία είχε επιδείξει με τρομακτικό τρόπο τον πρωτεϊκό της χαρακτήρα και τις καταστροφικές δυνάμεις που κρύβει μέσα της̇ και το στολίδι είχε αποδείξει ότι αποτελεί ένα εξίσου καταστροφικό παρακολούθημα της κάθε ιδεολογίας, εξίσου ευμετάβλητο, αλλά περισσότερο κενό περιεχομένου και νοήματος από ποτέ. Η τραγική διαπίστωση του Γιουγκοσλαβικού – και μετέπειτα Σερβικού – δράματος, το οποίο ακόμη συνεχίζεται, ήταν ότι πράγματι, για μισό και παραπάνω αιώνα, το συλλογικό σώμα τής χώρας που κάποτε ονομαζόταν Γιουγκοσλαβία, όπως κι αυτό της μετέπειτα Σερβίας, είχε κινητοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο από τον παράγοντα της ιδεολογίας!

Το ιδεολογικό επίχρισμα – το στολίδι – αλλάζει, όπως αλλάζουν κι οι γενιές των ανθρώπων, όμως η πραγματικότητα παραμένει μακριά, σε μια διαφορετική σφαίρα, ξένη προς κάθε επιφαινόμενο, όντας η ίδια η ουσία κι όχι η επιφάνεια. Το συμπέρασμα σίγουρα είναι αρκετά απαισιόδοξο και υπήρξαν μάλιστα και κάποιοι, οι οποίοι θέλησαν να δουν ένα σαφές αντικομμουνιστικό μήνυμα στην ταινία τής Popivoda,8 υπό την έννοια, ότι εάν τελικά όλη αυτή η ταραχώδης πορεία της Γιουγκοσλαβίας κι η τραγική σύγχρονη ιστορία τής Σερβίας δεν υπήρξαν τίποτε άλλο παρά μια ιδέα, ένα στολίδι φτιαγμένο από και για την τέρψη των μαζών, στις υπηρεσίες ενός αδιάφορου κι ολοκληρωτικού κράτους, τότε δίκαια μπορεί ν’ αναρωτηθεί κανείς για ποιο σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό ιδεώδες έγινε λόγος εξαρχής.

Κι όμως, η Popivoda τούς διαψεύδει: κλείνει την ταινία της με τους ίδιους τόνους αβεβαιότητας που χαρακτηρίζουν και την εποχή που διανύει η σημερινή Σερβία – από την οποία προέρχεται η ίδια η σκηνοθέτρια, – αλλά και με μια νοσταλγική διάθεση απέναντι στο αποτυχημένο μεν, αλλά σίγουρα μυθικό και γοητευτικό μέχρι και σήμερα πείραμα της Γιουγκοσλαβίας: μόνο η λύση τού σοσιαλισμού, ενός σοσιαλισμού αποκαθαρμένου επιτέλους από τα καλλωπιστικά στοιχεία των λέξεων και των κούφιων ιδεών – σοσιαλιστικού, εθνικιστικού ή άλλου προσήμου, – ενός σοσιαλισμού πραγματικού, ο οποίος επιτέλους θα επιδείκνυε ειλικρινή μέριμνα για το ίδιο το υποκείμενο της Ιστορίας, τον άνθρωπο, θα μπορούσε να εγγυηθεί ένα ασφαλές κι ευτυχισμένο μέλλον στη Σερβία, η οποία ακόμη μέχρι και σήμερα προσπαθεί να σταθεί όρθια από τις καταστροφικές συνέπειες που είχαν στο βασανισμένο συλλογικό της σώμα οι κάθε λογής καλλωπιστικές ιδεολογίες, επί έναν σχεδόν αιώνα. Αυτό δεν ευαγγελιζόταν άλλωστε εξαρχής η σοσιαλιστική ιδέα;

Η Popivoda νομιμοποιείται να επιμένει ακόμη στη σοσιαλιστική λύση για τη χώρα της, δεδομένου ότι η ίδια κι ολόκληρη η ‘χαμένη’ γενιά Σέρβων στην οποία ανήκει, έζησε τόσο τα χρόνια τού συλλογικού οράματος και της σοσιαλιστικής ευφορίας επί Γιουγκοσλαβίας, όσο και τη διάψευση, την αποτυχία και την καταστροφή των πολέμων. Ωστόσο, μεταξύ μιας κατάστασης, στην οποία, έστω και μόνο σε επίπεδο ρητορικής διακηρύσσονταν οι αξίες τής συλλογικότητας, της αληλλεγγύης, της συνύπαρξης, της από κοινού προσπάθειας, του μόχθου και του πολιτισμού και μιας άλλης, της σημερινής, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχει πλέον το άτομο, στην πιο βίαιη κι επιθετική εκδοχή του, το αποκομμένο από την κοινότητα κι από κάθε συλλογικότητα, όπου κυριαρχεί ο πιο άκρατος ατομικισμός, φιλοτομαρισμός κι απροκάλυπτος εγωισμός, προφανώς η Popivoda νομιμοποιείται να επιθυμεί ακόμη την πρώτη επιλογή. Την επιβεβαιώνουν άλλωστε και τα ίδια τα γεγονότα: οι μνήμες της από την παιδική της ηλικία στη Γιουγκοσλαβία είναι ειρηνικές και όμορφες. Τις ανακαλεί ακόμη και σήμερα με νοσταλγία, παρά τα όποια προβλήματα υπήρχαν τότε. Από τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων όμως αποστρέφει το βλέμμα της εμφατικά. Η διαφορά με το Γιουγκοσλαβικό παρελθόν είναι χαοτική. Παρότι η κάθε ιδεολογία είναι καταδικασμένη τελικά να παραμείνει απλώς και μόνο μια ρητορική, αποκομμένη από την πραγματικότητα και τις προκλήσεις της, σίγουρα είναι προτιμότερη μια ρητορική, η οποία προτάσσει το συλλογικό σε σχέση με μια άλλη που προβάλλει το ατομικό στην πιο ακραία εκδοχή του, μας λέει η Popivoda. Την πρώτη αξίζει κανείς να τη θυμάται και να θλίβεται διότι δεν κατάφερε να βγει από τη σφαίρα τής ιδεολογίας και να γίνει επιτέλους πράξη̇ τη δεύτερη οφείλει κανείς να την καταδικάσει σε όλους τους τόνους, διότι στον πυρήνα της βρίσκεται ο πιο καταστροφικός παράγοντας της ανθρώπινης ψυχολογίας: η βία. Το παράδειγμα της Σερβίας μάς το αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία. Τι κρίμα, που αυτή η επικίνδυνη ιδεολογία, είναι αυτή που έχει επικρατήσει και στη Σερβία, αλλά και παγκοσμίως σήμερα.

Köken Ergun – Ήρωες [Şehitler] (2019)

Φυσικά, η θέσμιση της κάθε κοινωνίας σε επίπεδο συμβολισμού και ρητορικής – μ’ άλλα λόγια στο επίπεδο του φαντασιακού – δεν αποτελεί μονοπώλιο των σοσιαλιστικών χωρών, παλιών και νέων. Τουναντίον: κοινωνίες, οι οποίες παραδοσιακά τοποθετούνται στον αντίποδα της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, έχουν χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες τεχνικές κατήχησης και χειραγώγησης των μαζών και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, με σκοπό την εδραίωση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας στη συνείδηση – ή μάλλον στο υποσυνείδητο – των πολιτών τους.

Η Τουρκία αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων χωρών. Με κυρίαρχη ιδεολογία ένα μείγμα μιλιταρισμού, ακραίου εθνικισμού, θρησκευτικού φονταμενταλισμού, ιμπεριαλιστικών κι ηγεμονικών βλέψεων προς τις γειτονικές της χώρες κι αντικομμουνισμού, με έναν λαό βυθισμένο στη φτώχεια και την άγνοια, με οικονομικές δομές τριτοκοσμικής χώρας, με ένα σοβαρό έλλειμμα δημοκρατικών παραδόσεων και σεβασμού τής ελευθερίας και των δικαιωμάτων τού ανθρώπου, η Τουρκία αποτελεί ιδιαίτερα εύφορο έδαφος για κάθε είδους παραληρηματικό εθνικιστικό λόγο.

Με αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό τής Τουρκικής κοινωνίας ασχολείται ο Köken Ergun, δίνοντάς μας τρεις πραγματικά αριστουργηματικές κι ιδιαίτερα τολμηρές – για τα δεδομένα τής χώρας του – ταινίες.

Στους Ήρωες [Şehitler] (2019), ο Ergun ξεδιπλώνει με αριστοτεχνικό τρόπο όλον τον λεπτοφυή ιστό των διαφορετικών στρατηγικών και μηχανισμών πλύσης εγκεφάλου που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις, ώστε να εμφυσήσουν το δηλητήριο του εθνικισμού στις μάζες. Παρακολουθούμε ανάγλυφο μπροστά στα μάτια μας αυτό που η Κροάτισσα Dubravka Ugrešić είχε αποκαλέσει “το εθνικιστικό κιτς,” βασιζόμενη στον – τέως – συμπατριώτη της, μεγάλο Γιουγκοσλάβο συγγραφέα Danilo Kiš. Χαρακτηριστικά, ο Kiš είχε γράψει: “Ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία τής κοινοτοπίας. Ο εθνικισμός, επομένως, είναι μια ολοκληρωτική ιδεολογία.”9 Για να προσθέσει λίγο παρακάτω: “Ο εθνικισμός είναι κιτς.”10

Κάθε χρόνο, χιλιάδες Τούρκων συρρέουν στην Καλλίπολη για να αποτίσουν φόρο τιμής στους Τούρκους πεσόντες κατά τη λεγόμενη Εκστρατεία ή μάχη τής Καλλίπολης (1915-1916), ένα κομβικής σημασίας πολεμικό γεγονός τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο σφυρηλάτησε εν πολλοίς την εθνική συνείδηση του σύγχρονου Τουρκικού κράτους, αλλά κι αυτών της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας. Η Entente, σε μια προσπάθειά της να αποσταθεροποιήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πραγματοποίησε το 1915 απόβαση στρατευμάτων της – αποτελούμενα κυρίως από δυνάμεις τής Αυστραλίας και της Ν. Ζηλανδίας – στην Καλλίπολη, στο στενό των Δαρδανελίων. Μετά από έναν περίπου χρόνο μαχών, οι συμμαχικές δυνάμεις αναγκάστηκαν ν’ αποσυρθούν. Ο τελικός απολογισμός ήταν περίπου 250.000 νεκροί εκατέρωθεν, όμως το τελικό αποτέλεσμα της μάχης θεωρήθηκε ως μια μεγάλη νίκη των Τούρκων.

Σήμερα, περισσότερο από εκατό χρόνια μετά, Τούρκοι πολίτες επισκέπτονται τα σημεία των μαχών, όπου τους υποδέχεται μια ολόκληρη τουριστική βιομηχανία, ειδικά στημένη ώστε να τους διασκεδάσει, να τους συγκινήσει, να εμφυσήσει ή να ενδυναμώσει μέσα τους το – ήδη φουσκωμένο – εθνικιστικό τους συναίσθημα και φυσικά, να τους αποσπάσει τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, έναντι του εθνικιστικού, δακρύβρεχτου θεάματος που τους δίνει σε αντάλλαγμα. Οι άνθρωποι έρχονται επί τούτου για να συγκινηθούν, να κλάψουν με τα δεινά που υπέφεραν οι μακρινοί και άγνωστοι πρόγονοί τους̇ και τελικά, να επιστρέψουν στον τόπο τους, ακόμη πιο πεπεισμένοι από πριν για το ότι οι Τούρκοι υπήρξαν πάντοτε ένας ειρηνικός λαός, τον οποίον πολλοί επιβουλεύτηκαν, κανείς ωστόσο δεν στάθηκε ικανός να καθυποτάξει όποτε το επιχείρησε. Παρά τα ευγενή και φιλειρηνικά του αισθήματα, ο τούρκικος λαός είναι ταυτόχρονα και ηρωικός: γνωρίζει πολύ καλά πώς να αμυνθεί, όταν άλλοι λαοί επιχειρούν να τον υποδουλώσουν.

Η ιστορία βεβαίως είναι γνωστή. Την έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές, με τον ίδιο πάνω κάτω σκελετό, τις ίδιες αισθηματικές και ρητορικές κορυφώσεις, με μόνη αλλαγή την ονομασία τού εκάστοτε λαού και τού έθνους στο οποίο αναφέρεται. Είναι η κοινότοπη, μπανάλ, πολύ κιτς ιστορία τής εθνικιστικής ρητορικής. Αυτός είναι ο κοινός παράγοντας κάθε δακρύβρεχτης ιστορίας περί τής γένεσης ενός έθνους. Το έθνος είναι απλώς και μόνο μια ιδέα, η οποία εξυπηρετεί συγκεκριμένους προπαγανδιστικούς στόχους υπέρ μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης, ενός κράτους, μιας εξουσίας. Μην έχοντας κανένα άλλο υπόβαθρο πέραν της καθαρά ‘φαντασιακής της θέσμισης,’ είναι καταδικασμένη να προσφεύγει στον φτηνό εντυπωσιασμό, στο εύκολο συναίσθημα, στην τεχνητή συγκίνηση, βασισμένη πάντα σε ανιστόρητους ισχυρισμούς κι ανεδαφικές πεποιθήσεις, απευθυνόμενη πρωτίστως στα πιο ευάλωτα τμήματα τού πληθυσμού: στα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τις φτωχές κι αμόρφωτες μάζες. Εξ ου και η μεγάλη του επιτυχία. Κι η απήχησή του στα πιο αντιδραστικά, βίαια και συντηρητικά στρώματα του κάθε πληθυσμού: στον στρατό, την αστυνομία, την εκκλησία. Πάνω απ’ όλα όμως – και ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους – ο εθνικισμός είναι εκ των πραγμάτων και κατά τρόπο αναπόδραστο, κιτς.

Köken Ergun – Εγώ, ο στρατιώτης [Ben Askerim] (2006)

Στο Εγώ, ο στρατιώτης [Ben Askerim] (2006) ο Ergun στρέφει το βλέμμα του σε ένα άλλο προσφιλές θέαμα του εθνικισμού: αυτό των παρελάσεων και των αθλητικών επιδείξεων. Η ταινία, διάρκειας μόλις επτά λεπτών, γυρίστηκε κατά την Εθνική Μέρα Νεολαίας και Αθλημάτων, ημέρα η οποία υπενθυμίζει και τιμά την έναρξη του πολέμου τής ανεξαρτησίας τής Τουρκίας υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, εναντίον των Συμμαχικών Δυνάμεων, το 1919.11 Οι λέξεις ΕθνικήΝεολαίας και Αθλημάτων, δεν είναι τυχαίες: έχουν εγγυηθεί διαχρονικά την επιτυχία κάθε εθνικιστικής καμπάνιας και τη μεγαλύτερη δυνατή απήχηση του εκάστοτε εθνικιστικού μηνύματος στις μάζες. Θυμόμαστε φυσικά, ότι και η ταινία τής Popivoda περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο ακριβώς άξονα: το μαζικό θέαμα ή τις μάζες ως θέαμα, στις ατελείωτες παρελάσεις και γυμναστικές επιδείξεις της νεολαίας και των πιονιέρων, που κυριάρχησαν σε ιδεολογικό-προπαγανδιστικό επίπεδο και κινητοποίησαν το συλλογικό σώμα τής Γιουγκοσλαβίας, κατά το μεγαλύτερο μέρος τού 20ού αιώνα.

Στην περίπτωση της Τουρκίας, το μιλιταριστικό στοιχείο είναι βέβαια πιο ισχυρό. Η Τουρκική κοινωνία εμφορείται από έναν μιλιταριστικού τύπου εθνικισμό, που κύριο στόχο του έχει την παραγωγή στρατιωτών κι επομένως, πολέμων. Πρόκειται για μία ακόμη πιο επικίνδυνη εκδοχή τού εθνικισμού. Τα σφιγμένα, βλοσυρά, άγρια πρόσωπα των στρατιωτών, το άκαμπτο σώμα τους – μέρος μιας σημειολογίας που προβάλλει την αυστηρότητα, την τυφλή πειθαρχία, τη μηχανικότητα και τη βία – μας θυμίζουν τα αντίστοιχα πρόσωπα και σώματα των Χιλιανών στρατιωτών στις αντίστοιχες ταινίες τού Patricio Guzmán.

Σήμερα όμως, η αυστηρότητα αυτή μετριάζεται τεχνηέντως με τη χρησιμοποίηση κάποιων πιο σύγχρονων πολιτιστικών υποπροϊόντων – εισαγόμενων βέβαια από τον πρώτο διδάξαντα και πνευματικό μέντορα όλων των κρατών σαν το τουρκικό: τις Η.Π.Α., – όπως η μουσική χιπ χοπ, της οποίας ο στίχος εμπλουτίζεται με το κατάλληλο εθνικιστικό μήνυμα, για μια μεγαλύτερη και πιο γρήγορη απήχηση σε ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα και κυρίως στα παιδιά και στους νέους.12 “Και οι δύο τύποι κιτς [το σοσιαλιστικού και το εθνικιστικού τύπου κιτς] είναι λαϊκιστικού χαρακτήρα (διότι η ίδια η ουσία τού κιτς είναι λαϊκιστική) και, καθώς η στρατηγική αποπλάνησης που ακολουθούν απευθύνεται στον λαό, πριν από οτιδήποτε άλλο, αμφότεροι σχετίζονται με το φολκλόρ,” έχει γράψει σε άλλο σημείο η Ugrešić.13

Το τελικό αποτέλεσμα βεβαίως κάθε εκδοχής τού εθνικισμού είναι συστηματικά η βία κι ο πόλεμος. Πριν από τον πόλεμο, οι επικοινωνιακές στρατηγικές που χρησιμοποιεί το κάθε καθεστώς μπορεί να ποικίλλουν, ωστόσο, αυτό συμβαίνει μόνο επιφανειακά και σε επίπεδο σημειολογίας: στην τελική τους έκβαση, νομοτελειακά, όλες εξισώνονται: στον πόνο και τη δυστυχία που επιφέρουν.

Köken Ergun

Köken Ergun – Σημαία [Bayrak] (2007)

Στη Σημαία [Bayrak] (2007) ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πιο θλιβερό κι αποκρουστικό όπλο κάθε εθνικισμού: τη στόχευση των μικρών παιδιών και την εκμετάλλευση της αδιαμόρφωτης ακόμη παιδικής ψυχής, με όλη της την αθωότητα, με στόχο την εμφύσηση μέσα τους μιας ιδεολογίας μίσους και βίας, σαν αυτή του εθνικισμού. Παρακολουθούμε επιπλέον ένα ακόμη πιο ευρύ και σημαντικό φαινόμενο, που περικλείει κι αυτό του εθνικισμού ως υποσύνολό του: τη λυσσαλέα προσπάθεια κάθε κοινωνίας κι εξουσίας, πριν από οτιδήποτε άλλο, να διαμορφώσει μηχανικές συνειδήσεις στους πολίτες της, ήδη εξ απαλών ονύχων, να ενεργοποιήσει μέσα τους αυτόματα αντανακλαστικά, τα οποία θα εξυπηρετούν τους ιδεολογικούς-προπαγανδιστικούς σκοπούς τους. Σύντομα, το παιδί θα μετατραπεί σε έναν ακόμη τυφλό στρατιώτη, έτοιμο να σκοτώσει αδιακρίτως, όποτε η Πατρίδα τού δώσει την εντολή. Έτσι, μπορεί η κάθε εξουσία να είναι βέβαιη, ότι ο κύκλος τού διαχωρισμού, της εχθρότητας, του μίσους και του αίματος που κυβερνά τα ανθρώπινα πράγματα από αμνημονεύτων χρόνων, θα συνεχιστεί εις το διηνεκές, απολύτως αδιατάρακτος.

———–

1 Τζ. Κρισναμούρτι, Εις Εαυτόν, Αθήνα: Καστανιώτης, 1998, 70.

2 S. Kracauer, The Mass Ornament. Weimar Essays, Levin, Thomas Y. (Transl.), Cambridge, Massachusetts & London, England: Harvard University Press, 1995, 75.

3 Για την ακρίβεια, ο όρος τού Kracauer είναι mass ornament και αποτελεί τον τίτλο τού αντίστοιχου δοκιμίου του. Στα Ελληνικά μεταφράστηκε ως Η μάζα ως διάκοσμος (S. Kracauer, Η μάζα ως διάκοσμος και άλλα δοκίμια, Αθήνα: Πλέθρον, 2018).

4 Εναλλακτικά μεταφράζουμε τον όρο ornament τού Kracauer και ως στολίδι.

5 Kracauer, The Mass Ornament, 76.

6 Kracauer, The Mass Ornament, 76.

7 C. Castoriadis, The Imaginary Institution of Society, Blarney, Kathleen (Transl.), Cambridge, UK & Malden, USA: Polity Press, 2005, 11.

8 Slobodan Karamanić & Ivana Momčilović (2017), “Cinema antikomunisto, or how ideology doesn’t move anything,” Studies in Eastern European Cinema, 8:3, 211-231.

9 Danilo Kiš (1996), “On Nationalism,” Performing Arts Journal, Vol. 18, No. 2, pp. 13-17.

10 Kiš, “On Nationalism.”

11 https://www.filmfestival.gr/el/movie/movie/15147

12 Στους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους είχε χρησιμοποιηθεί η μουσική ‘τούρμπο-φολκ,’ αντίστοιχη της ελληνικής μουσικής των ‘μπουζουκιών’ και των ‘σκυλάδικων.’

13 Dubravka Ugrešić, The Culture of Lies (London: Phoenix, 1999), 50.

Σχολιάστε