Αναζητώντας τη Χαμένη Ενότητα

Άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό fractal, στις 6.2.2024.

Κριτική παρουσίαση δύο ταινιών, οι οποίες προβλήθηκαν κατά το 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2023).

Κάθε αληθινή θρησκεία ανταποκρίνεται στην κοσμική, “ωκεάνια” εμπειρία του ανθρώπου. Κάθε αληθινή θρησκεία περιέχει την εμπειρία της ενότητας με μια πανταχού παρούσα δύναμη και ταυτόχρονα την εμπειρία ενός προσωρινού, οδυνηρού αποχωρισμού απ’ αυτή τη δύναμη. Η αιώνια επιθυμία για επιστροφή στην αρχή (“επιστροφή στη μήτρα,” “επιστροφή στη μητέρα γη,” “επιστροφή στις αγκάλες του Θεού”), για την επανένωση με το “αιώνιο,” διαποτίζει όλους τους ανθρώπινους πόθους.1

Sofia Alaoui– Animalia [Parmi nous] (2023)

Η Ίττο είναι μια νεαρή και όμορφη γυναίκα ταπεινής (οικονομικά) καταγωγής. Έχει παντρευτεί πρόσφατα τον Αμίν κι είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Έχει εγκατασταθεί μαζί του στην υπερπολυτελή βίλα τής οικογένειάς του, ωστόσο, η συμβίωση της με τους δικούς του και κυρίως τη μητέρα του δεν είναι η ιδανική: είναι αναγκασμένη ν’ αντιμετωπίζει τη διαρκή εχθρότητα και περιφρόνησή τους, λόγω ακριβώς της καταγωγής της. Ο Αμίν την αγαπάει και την υποστηρίζει, ωστόσο, λείπει διαρκώς για δουλειές με τον πατέρα του και τους συγγενείς του.

Η ανιαρή και δυσάρεστη ρουτίνα τής Ίττο θα ανακοπεί, όταν κάποιες περίεργες φήμες ακούγονται, γύρω από έναν αδιευκρίνιστο εξωτερικό κίνδυνο, που απειλεί όλη τη χώρα. Στους δρόμους υπάρχει έντονη κινητικότητα του στρατού. Οι αρχές συμβουλεύουν τους πολίτες να παραμείνουν στα σπίτια τους και ν’ αποφύγουν τις μετακινήσεις. Φαίνεται ότι το επίκεντρο των περίεργων συμβάντων βρίσκεται γύρω από μια λίμνη, πολύ κοντά στην περιοχή όπου μένει η Ίττο. Αποκομμένη από τον Αμίν, ο οποίος όπως πάντα λείπει για δουλειές, θα επιχειρήσει να διασχίσει τα βουνά τής οροσειράς Άτλας, και να τον συναντήσει. Ωστόσο, πέφτει θύμα απάτης από έναν ντόπιο οδηγό, ο οποίος της υπόσχεται να τη βοηθήσει να διασχίσει τα βουνά έναντι αδρής αμοιβής, αλλά την εγκαταλείπει από την αρχή κιόλας της διαδρομής. Αποκλεισμένη σε κάποιο άγνωστο ορεινό χωριό, ντυμένη με τα ρούχα τής μοντέρνας και πλούσιας γυναίκας, δεν αποτελεί και το πιο συνηθισμένο θέαμα για τους άντρες ενοίκους και θαμώνες τού μοναδικού φτωχικού καταλύματος όπου αναγκάζεται να μείνει.

Εν τω μεταξύ, τα βράδια, παρατηρεί την περίεργη συμπεριφορά των σκυλιών τού χωριού. Σχηματίζουν αγέλες στον δρόμο έξω από το κατάλυμά της και γαβγίζουν απειλητικά. Σύντομα, ο σκύλος της αρχίζει να επιδεικνύει επιθετική συμπεριφορά κι ενώνεται με την αγέλη των υπόλοιπων σκύλων. Οι φήμες που φτάνουν στο κινητό της – όποτε έχει σήμα – κάνουν λόγο για την άφιξη στη Γη κάποιων εξωγήινων όντων, με τα οποία όμως δεν έχει έρθει κανείς σε άμεση επαφή μέχρι στιγμής.

Ο Φουάντ, ο ιδιοκτήτης τού πανδοχείου εξαρχής τής επισημαίνει, ότι δεν ήταν και πολύ σοφή ιδέα από την πλευρά της να ταξιδέψει χωρίς τον άντρα της σ’ αυτά τα μέρη κι ότι οι υπόλοιποι πελάτες δεν πρόκειται να δουν με καλό μάτι την παρουσία μιας γυναίκας στο πανδοχείο, μόνης, ντυμένης όπως αυτή, με μόνη συνοδεία της έναν σκύλο. Ωστόσο, ο Φουάντ αποδεικνύεται ότι είναι άνθρωπος με καλές προθέσεις και προθυμοποιείται μα τη μεταφέρει με τη μοτοσικλέτα του στην πόλη, όπου βρίσκεται ο Αμίν.

Η διαδρομή τους θα αποδειχθεί μια διαδικασία πραγματικής αυτογνωσίας και χειραφέτησης για την Ίττο. Ο Φουάντ τής αποδεικνύει εμπράκτως, ότι ακόμη και σ’ αυτήν την εποχή τής απόλυτης κυριαρχίας του χρήματος και της παντοδυναμίας των πλουσίων, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν έχουν μολυνθεί απ’ αυτό – όπως κι ο ίδιος – κι οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν όποιον το έχει ανάγκη χωρίς κανένα αντάλλαγμα, αλήθεια την οποία η Ίττο είχε αρχίσει να ξεχνάει ήδη. Στο σύντομο διάστημα της συμβίωσής της με την υψηλή αστική-αριστοκρατική Μαροκινή τάξη, είχε αρχίσει να δέχεται ως νομοτέλεια, ότι το χρήμα αποτελεί τον μόνο παγκόσμιο νόμο καθολικής ισχύος, τον απόλυτο ρυθμιστή τής κατάταξης των ανθρώπων στις διάφορες κοινωνικές τάξεις κι ότι η ίδια θα ήταν καταδικασμένη ες αεί να παίζει τον ρόλο τού ‘εισβολέα’, του παρία, που μόνο μέσω ενός κοινωνικά καταξιωμένου θεσμού σαν τον γάμο μπορεί να γίνει δεκτός από την κυρίαρχη τάξη, αλλά φυσικά χωρίς ποτέ να γίνει ισότιμο μέλος της. Ναι, ούτε και στον καπιταλισμό μαροκινού τύπου φαίνεται να έχει επιτευχθεί το περίφημο desideratum και πάγια προπαγανδιστική διακήρυξη κάθε καπιταλιστικού συστήματος, της υποτιθέμενης πλήρους έλλειψης εμποδίων στις μετακινήσεις των ανθρώπων από τη μία κοινωνική τάξη στην άλλη.

Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι στην πορεία θα κλονιστεί και η θρησκευτική της πίστη. Κι αυτό, για μια ταπεινής καταγωγής και θεοσεβούμενη Βέρβερη γυναίκα σαν την Ίττο αποτελεί πραγματική εσωτερική επανάσταση. Στον δρόμο τους για την πόλη, κάποια στιγμή ο Φουάντ κι η Ίττο θα περάσουν δίπλα από την λίμνη, όπου παρατηρούνται τελευταία ανεξήγητα φυσικά φαινόμενα. Η λίμνη είναι καλυμμένη με μια πυκνή ομίχλη. Ο Φουάντ κι η Ίττο νιώθουν μια ακατανίκητη έλξη και μπαίνουν μες στην παράξενη ομίχλη, κινούμενοι προς τη λίμνη. Αυτό που βιώνουν είναι μια εμπειρία μυστικιστικού χαρακτήρα, που μοιάζει με την έκσταση. Γρήγορα έρχεται να τους συναντήσει ένα μικρό παιδί, το οποίο τους μιλά με τη σοφία ενός θρησκευτικού δασκάλου ή ενός οραματιστή. “Ο φυσικός κόσμος που μας περιβάλλει,” – τους λέει μεταξύ άλλων – “έχει τη βάση του σ’ ένα πολύ πιο πολύπλοκο σύμπαν. Όπως και τα ψάρια, που δεν είναι ικανά ν’ αντιληφθούν συνολικά το νερό μέσα στο οποίο είναι βυθισμένα, έτσι κι εμείς είμαστε βυθισμένοι σε κάτι το οποίο δεν μπορούμε ν’ αντιληφθούμε συνολικά.”

Σιγά σιγά, ο Φουάντ κι η Ίττο αρχίζουν ν’ αποκτούν επίγνωση αυτής της συμπαντικής ουσίας μέσα στην οποία βρίσκονται βυθισμένοι χωρίς να το αντιλαμβάνονται̇ της αδιάσπαστης εκείνης ενότητας, της οποίας τόσο αυτοί, όσο κι οι υπόλοιποι άνθρωποι, έχουν ξεχάσει προ πολλού, απορροφημένοι όπως είναι στις ανόητες επιχειρηματικές, θρησκευτικές και λοιπές κοινωνικές τους διασκεδάσεις. Τα ζώα – τα σκυλιά, τα πουλιά, τα ψάρια – μπορεί επίσης να μην είναι σε θέση ν’ αντιληφθούν συνολικά αυτήν την ενότητα, αυτήν τη συμπαντική ουσία, ωστόσο, σίγουρα δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ απ’ αυτήν και μάλιστα με δική τους πρωτοβουλία. Ο άνθρωπος αντιθέτως, είναι το μόνο ον, που έχει απομακρυνθεί συνειδητά απ’ αυτήν̇ είναι αυτή η καταστροφική τάση του να κατατεμαχίζει και να διασπά καθετί που είναι ενιαίο κι οργανικό, που τον έχει διαχωρίσει από το Όλον, του οποίου αποτελεί – ή αποτελούσε κάποτε – μέρος. Διάσπαση και περιχαράκωση σε κοινωνικό επίπεδο: έτσι δημιουργήθηκαν οι κοινωνικές τάξεις, με τα ανυπέρβλητα εμπόδια και την εγγενή τους βία. Διάσπαση και περιχαράκωση σε θρησκευτικό επίπεδο: η δημιουργία των χιλιάδων κι εκατομμυρίων διαφορετικών θεών, θρησκειών, σεχτών, τελετουργιών κι όλη η γνωστή βία στην οποία οδήγησαν ιστορικά. Διάσπαση και περιχαράκωση σε επίπεδο βιολογικό: ο άντρας κι η γυναίκα, η καταπίεση του ενός (της γυναίκας) από τον άλλο (τον άντρα), η βίαιη τιθάσευση των υγιών σεξουαλικών ενστίκτων τού ανθρώπου, το υποκατάστατο του γάμου, η ολική αποξένωση τελικά τού ανθρώπινου όντος από τον βιολογικό του εαυτό κι η μετατροπή του στο ντυμένο εκείνο ον, που αγωνίζεται μέχρι τον θάνατό του με σακάκι και κοστούμι να κερδίσει χρήματα και να επιτύχει επαγγελματικά, πολιτικά, θρησκευτικά.

Ο Φουάντ κι η Ίττο φτάνουν τελικά στην πόλη. Εκεί, η Ίττο συναντά και πάλι τον άντρα της και την οικογένειά του. Ολόκληρος ο πληθυσμός τής πόλης συρρέει στα τεμένη για να προσευχηθεί, καθώς η κατάσταση με τους εξωγήινους και τα παράξενα φυσικά φαινόμενα έχει επιδεινωθεί. Στο τέμενος, τα παραδοσιακά όρια μεταξύ των γυναικών και των αντρών εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και την ύστατη αυτή στιγμή. Μέσα από οπτικές μεταφορές πάντα, η Αλάουι μάς μεταδίδει την κριτική της κατά των παραδοσιακών αξιών και δομών που καταδυναστεύουν τη γυναίκα και τον άνθρωπο συνολικά. Στην κορύφωση της συλλογικής προσευχής, ορδές μυρμηγκιών αρχίζουν να βγαίνουν από τα αφτιά, τη μύτη και τα μάτια τής πεθεράς τής Ίττο. Σμήνη πουλιών επιτίθενται στον προσευχόμενο όχλο. Ακόμη κι οι κληρικοί αρχίζουν να επιδεικνύουν αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Όπως και σε ολόκληρη την ταινία τής Αλάουι, υπάρχει η έντονη αίσθηση ενός επικείμενου κινδύνου ή ενός εχθρού που καραδοκεί, χωρίς όμως να είναι ποτέ σαφές ποιος ακριβώς είναι αυτός ή από πού προέρχεται.

Sofia Alaoui

Φυσικά, διότι δεν έχει και καμία απολύτως σημασία: ‘εχθρός’ τώρα είναι τα πουλιά, τα σκυλιά, τα μυρμήγκια, οι λίμνες και τα βουνά. Και στόχος τους ο άνθρωπος – ο ίδιος ανόητος άνθρωπος που τόσον καιρό τα αντιμετώπισε ως δικούς του εχθρούς, αποστασιοποιούμενος από αυτά κι από την ενότητα την οποία αποτελούν, κυνηγώντας τα, εξολοθρεύοντάς τα, στο όνομα μιας κακώς νοούμενης, δικής του οικονομικής ευημερίας. Διότι τελικά ο πραγματικός Εχθρός είναι ο άνθρωπος – όχι τα πουλιά και τα ζώα – ο οποίος κατάφερε να εκφυλίσει ακόμη και το πιο αρχαίο και πηγαίο συμπαντικό αίσθημα, αυτό της θρησκευτικότητας και της μυστικής αρμονίας τού κόσμου, μετατρέποντάς το στα άκαμπτα τελετουργικά και στις ανόητες δοξασίες των δικών του ‘θρησκειών.’ Κι οι ‘εξωγήινοι’ είναι στην πραγματικότητα τα ζώα, τα φυτά, το φυσικό περιβάλλον – όλη η αρχαία εκείνη Ενότητα – εναντίον της οποίας είχε το θράσος να στραφεί με όλο του το κτηνώδες μένος, το χειρότερο και πιο απεχθές από όλα τα ζώα: ο άνθρωπος.

Η Αλάουι καταφέρνει με μια εντυπωσιακή κινηματογραφική γλώσσα – με πυρήνες της την καταπληκτική φωτογραφία τού Noé Bach και την εξίσου υποβλητική μουσική τού Amine Bouhafa – να φτιάξει μια σαγηνευτική από καλλιτεχνικής άποψης ταινία: μεταμοντέρνα στην ίδια την αισθητική της, στα κοστούμια, στην παρουσίαση της χλιδής μέσα στην οποία ζει η Μαροκινή μεγαλοαστική τάξη̇ βαθιά πολιτική στην κριτική της κατά της άνισης κατανομής τού πλούτου και του παράλογου διαχωρισμού των κοινωνιών σε αγεφύρωτες κοινωνικές τάξεις̇ γνήσια φεμινιστική – όχι με την κλισέ πλέον και δογματική έννοια τού όρου ‘φεμινιστική’ – αλλά μιλώντας με έμμεσο, δηλαδή καλλιτεχνικά άρτιο τρόπο, για την πραγματική αδικία και την οπισθοδρόμηση που σημαίνουν για τον μουσουλμανικό κόσμο οι ανόητες θρησκευτικές παραδόσεις, οι οποίες υποβιβάζουν τη γυναίκα στη βαθμίδα τού ζώου̇ πρωτότυπα οικολογική, παρουσιάζοντας με έναν εξίσου έμμεσο, ποιητικό τρόπο – όπως ακριβώς δηλαδή το κάνει κάθε αληθινή τέχνη – τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί η αλόγιστη, ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα συμπεριφορά τού ανθρώπου απέναντι στα υπόλοιπα έμβια όντα και στο φυσικό περιβάλλον τού πλανήτη̇ και τελικά, πολύ ανθρώπινη, υπενθυμίζοντάς μας, ότι ακόμη και υπ’ αυτές τις συνθήκες, με έναν άνθρωπο που έχει προ πολλού ‘αποκτηνωθεί,’ που έχει απομακρυνθεί έτη φωτός μακριά από τη φυσική του κατάσταση και την Ενότητα που διέπει το σύμπαν, τη στιγμή που κι αυτός κι ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκονται στο χείλος τής καταστροφής, υπάρχει ακόμη η δυνατότητα αντιστροφής των πραγμάτων κι ότι την αντιστροφή αυτή μπορεί να την επιφέρει μόνο η μικρή ‘μαγιά’ των λίγων εκείνων ανθρώπων που παραδόξως δεν έχουν εκφυλιστεί κι επιμένουν να παραμένουν άνθρωποι, ενάντια σε κάθε προσπάθεια του όχλου να τους μολύνει και να τους συμπαρασύρει στον δρόμο προς τον αφανισμό.

Tibor Bánóczki, Sarolta Szabó – Λευκός πλαστικός ουρανός [Műanyag égbolt] (2023)

Η ίδια νοσταλγία κι η ίδια επιθυμία για επανένωση με μια χαμένη Ενότητα, της οποίας κάποτε ο άνθρωπος αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος κι η οποία δυστυχώς έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, φαίνεται ν’ αποτελεί τον πυρήνα και της ταινίας των Ούγγρων δημιουργών Bánóczki και Szabó.

Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό ροτοσκοπικό animation, άψογο από καλλιτεχνικής άποψης, με έντονα στοιχεία ταινίας sci–fi και οικολογικού θρίλερ. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί εύκολα να το παρακολουθήσει κανείς κι ως ένα όμορφο αισθηματικό δράμα, παρά τους τραγικούς και πεσιμιστικούς του τόνους.

Σ’ ένα ίσως όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η ατμόσφαιρα της γης έχει καταστραφεί, πιθανότατα λόγω της οικολογικής καταστροφής ή κάποιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης. Οι λίγοι άνθρωποι που έχουν επιζήσει, έχουν συγκεντρωθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία προστατεύονται από το εξωτερικό περιβάλλον μέσω ειδικά κατασκευασμένων πλαστικών θόλων. Προϋπόθεση για την επιβίωση του είδους, είναι ότι κάθε άνθρωπος, μόλις φτάνει στην ηλικία των πενήντα ετών, θα πρέπει να δεχθεί να του εμφυτεύσουν ένα ειδικό μόσχευμα, το οποίο θα τον μετατρέψει σε δέντρο. Οι υπόλοιποι άνθρωποι θα επιβιώσουν χρησιμοποιώντας ως τροφή τα φύλλα των συνανθρώπων τους που μεταλλάχθηκαν σε δέντρα.

Συγκεκριμένα, βρισκόμαστε στη Βουδαπέστη. Ο Στέφαν είναι ένας νεαρός ψυχολόγος. Αντικείμενο της δουλειάς του είναι η ψυχολογική υποστήριξη των ανθρώπων, ώστε να εξοικειωθούν με την ιδέα τού κοινωνικά αναγκαίου και νομοτελειακά βέβαιου, πρόωρου θανάτου τους. Είναι παντρεμένος με τη Νόρα, όμως ο γάμος τους έχει στιγματισθεί στο παρελθόν από μια τραγωδία: την απώλεια του μοναδικού τους παιδιού. Μην μπορώντας η Νόρα να συμβιβαστεί με το γεγονός, αποφασίζει στα κρυφά να υποβληθεί στην επέμβαση της εμφύτευσης, δεκαοκτώ χρόνια πριν από την προκαθορισμένη στιγμή. Όταν το μάθει ο Στέφαν, θα κινήσει γη και ουρανό ώστε να την αποτρέψει και να την πείσει, ότι παρόλα όσα έχουν συμβεί και παρά την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ίδιοι, αλλά και το ανθρώπινο είδος κι ο πλανήτης συνολικά, αξίζει ίσως να ζει κανείς, μόνο και μόνο γιατί είναι δυνατόν ακόμη να υπάρξει η αγάπη.

Με αφορμή το δυστοπικό και συγκινητικό αυτό σενάριο, οι Bánóczki και Szabó στοχάζονται πάνω σε ορισμένα σημαντικά και ιδιαίτερα επίκαιρα ερωτήματα, με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Ανάμεσά τους το οικολογικό, έχει ήδη κάποιες διαθέσιμες απαντήσεις, αλλά δυστυχώς μόνο στο επίπεδο του κινηματογράφου, της τέχνης και του ακτιβισμού. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποια είναι τα λάθη που έχουν γίνει μέχρι στιγμής και ξέρουμε επίσης ποιες είναι οι κινήσεις που πρέπει να γίνουν, ώστε – έστω και την ύστατη αυτή στιγμή – να αντιστρέψουμε την κατάσταση. Ωστόσο, δυστυχώς, κανείς δεν πρόκειται να κινηθεί στην πράξη προς αυτήν την κατεύθυνση, μας λένε οι Bánóczki και Szabó̇ και τους πιστεύουμε. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν διαφαίνεται καμία πιθανότητα, οι άνθρωποι ν’ αφυπνιστούν μαζικά, ταυτόχρονα, με την απαιτούμενη ένταση και θέληση για πραγματική – όχι απλώς φιλολογική – δράση. Νομοτελειακά οδεύουμε προς την καταστροφή και προς μια κατάσταση που, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι πολύ όμοια μ’ αυτήν που απεικονίζεται στην ταινία των Bánóczki και Szabó.

Από την άλλη μεριά, παρά τα έντονα στοιχεία πεσιμισμού που διατρέχουν την ταινία τους, οι Bánóczki και Szabó εμφανίζονται υπερβολικά αισιόδοξοι ως προς το εξής σημείο: υποθέτουν, ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί – στην περίπτωση που θα βρεθούν αντιμέτωποι με διλήμματα επιβίωσης σαν κι αυτό των ανθρώπων τής ταινίας τους – να κατανοήσουν την αναγκαιότητα της οικειοθελούς θυσίας τής δικής τους ζωής, ως προϋπόθεση για την επιβίωση των επόμενων γενεών και του είδους συνολικά. Δυστυχώς, μια ρεαλιστική παρατήρηση του ανθρώπινου όντος σήμερα δεν συνηγορεί επουδενί προς ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Τουναντίον: ο άνθρωπος εμφανίζεται σήμερα – αλλά και ιστορικά – ως τόσο εγωιστής και φιλοτομαριστής, που δεν διστάζει να εκτοπίζει από το οπτικό του πεδίο το συλλογικό στο όνομα του ατομικού. Κι αυτό έχει συμβεί – και συμβαίνει ακόμη – σε κάθε ιστορικό και κοινωνικό συγκείμενο, με ελάχιστες ή καθόλου εξαιρέσεις. Είναι πολύ πιθανό, η δυστοπία του Λευκού πλαστικού ουρανού να είναι τελικά υπερβολικά αισιόδοξη και ήπια σε σχέση με τη δυστοπία που θα ζήσουμε ως είδος σ’ ένα αρκετά κοντινό μέλλον.

Ο σημαντικότερος όμως φιλοσοφικός στοχασμός των Bánóczki και Szabó είναι αυτός που σχετίζεται με τη Φύση, ως τη μόνη – και ύστατη – λύση που διαθέτει ο άνθρωπος και κάθε άλλο έμβιο ον. Σίγουρα, μόνο εμείς έχουμε ασελγήσει σε τόσο ασύλληπτο βαθμό κατά της Φύσης. Έχουμε φτάσει στην ύβρι συστηματικά για εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια. Έχουμε κάνει κάθε προσπάθεια για να την καταστρέψουμε ολοσχερώς και, σε μεγάλο βαθμό, το έχουμε καταφέρει. Κι όμως, ακόμη και μέσα από τα ερείπιά της, η Φύση είναι ο μόνος φορέας της Ενότητας, από την οποία μόνο ο άνθρωπος έχει αποσχιστεί ιδία θελήσει.

Στο τέλος ο Στέφαν θα συνειδητοποιήσει, ότι μέχρι στιγμής στη ζωή του έχει λειτουργήσει μόνο ως άνθρωπος: αποκομμένος δηλαδή από αυτήν την Ενότητα, αδύναμος να την κατανοήσει. Όντας διασπασμένος και κατακερματισμένος ο ίδιος, απέφευγε τον θάνατο – για τον ίδιο και τους αγαπημένους του – και περιχαρακωνόταν σ’ αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως ζωή, δίνοντάς της μια απόλυτα καταφατική και γι’ αυτό ιδιαίτερα στενή και μυωπική έννοια. Στην προσπάθειά του να επαναφέρει τη Νόρα στη ζωή και να την πείσει να την αγαπήσει, όπως επίσης ν’ αγαπήσει κι αυτόν, τελικά θα πεισθεί ο ίδιος ν’ ακολουθήσει τη Νόρα σ’ αυτό που πριν θεωρούσε πως ήταν ο θάνατος και το οριστικό τέλος, αλλά τώρα του αποκαλύπτεται αίφνης ως η ίδια η ζωή. Θα αντιληφθεί, ότι πεθαίνοντας ως άνθρωπος, καταστρέφοντας μέσα του τη στενή ανθρωπομορφική του θεώρηση για τη ζωή και τον θάνατο, υπάρχει ίσως μία δυνατότητα επανένωσης με τη Φύση, μ’ άλλα λόγια υπάρχει μια πιθανότητα πραγμάτωσης – και για τον άνθρωπο – της αρχαίας Ενότητας, από την οποία μόνο αυτός απουσιάζει̇ κι ότι ο καταλύτης μέσω του οποίου μπορεί να επιτευχθεί η μαγική αυτή ένωση, είναι ίσως η αγάπη.

Σημείωση:

1 Β. Ράιχ, Ο Αιθέρας, ο Θεός και ο Διάβολος, Αθήνα: Αποσπερίτης, 1984, 137.

Σχολιάστε